το ιστολόγιο ενός Κύριου των Υπολογιστών και της Πληροφορικής ;-)

Άδεια χρήσης περιεχομένου

Creative Commons Licence
Το περιεχόμενο του ιστολογίου παρέχεται με άδεια χρήσης Creative Commons Attribution-ShareAlike 4.0 International License ...

Σάββατο 1 Ιουλίου 2017

Ποια εφόδια πρέπει να αποκτήσουν τα παιδιά του σήμερα για να είναι προετοιμασμένα να ανταποκριθούν στις ανάγκες αυτές αύριο;


Παρακάτω θα βρείτε ένα απόσπασμα από το βιβλίο "Οι Βιομηχανίες Του Μέλλοντος", του Άλεκ Ρός, πρώην συμβούλου της Χίλαρι Κλίντον στο Υπ.Εξ. των ΗΠΑ. Το βιβλίο περιγράφει μία-μία τις τεχνολογικές αλλαγές που θα μεταμορφώσουν εντελώς τις οικονομίες και τις κοινωνίες στο κοντινό μέλλον. Το απόσπασμα που διάλεξε ο Θοδωρής Γεωργακόπουλος (αναδημοσιεύω μέρος του newsletter του) είναι από το τελευταίο κεφάλαιο, το οποίο δεν αναφέρεται σε κάποια από αυτές τις αλλαγές συγκεκριμένα, αλλά προσπαθεί να απαντήσει στο ερώτημα: "Ποια εφόδια πρέπει να αποκτήσουν τα παιδιά του σήμερα για να είναι προετοιμασμένα να ανταποκριθούν στις ανάγκες αυτές αύριο;" και (σωστά μαντέψατε) η Πληροφορική παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο...

Άλεκ Ρος
Οι Βιομηχανίες του Μέλλοντος
ένα απόσπασμα

“Η πιο σημαντική δουλειά που θα κάνω ποτέ είναι η δουλειά του πατέρα, και μου είναι αδύνατον να μην αναρωτηθώ τι σημαίνουν όλες αυτές οι επερχόμενες αλλαγές –αυτές που προβλέπει αλλά κι αυτές που δεν προβλέπει τούτο το βιβλίο– για το οικονομικό μέλλον των παιδιών μου. Τα παιδιά μου θα έχουν να κάνουν μ’ ένα εντελώς διαφορετικό σύνολο ευκαιριών και προκλήσεων απ’ ό,τι εγώ όταν μεγάλωνα στη Δυτική Βιρτζίνια. Τι θα χρειαστούν για να είναι ανταγωνιστικά και να επιτύχουν;

Ρώτησα σχεδόν όλους όσοι μου έδωσαν συνέντευξη γι’ αυτό το βιβλίο ποια χαρακτηριστικά πρέπει να έχουν τα παιδιά του σήμερα για να επιτύχουν στην οικονομία τού αύριο. Δεν υπήρξε καμία ομοφωνία, κανένα μοναδικό συμπέρασμα που να μπορώ να το βάλω ως τίτλο. Σχεδόν όλοι όμως συμφωνούσαν σε ένα-δυο πράγματα και καθώς μιλούσα με όλο και περισσότερους, αναδύονταν κάποια κοινά μοτίβα.

Καταρχάς, οι ιστορίες των δύο νεαρότερων ατόμων που μου έδωσαν συνέντευξη για το βιβλίο μάς δίνουν να καταλάβουμε αρκετά καλά ποια είναι τα χαρακτηριστικά που θα χρειαστούν τα σημερινά παιδιά για να επιτύχουν στην οικονομία τού αύριο. Ας θυμηθούμε τον 24χρονο επενδυτή επιχειρηματικών συμμετοχών Σιλ Τάιλ, που ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του επειδή τον ενέπνευσε ο Σουδανός δισεκατομμυριούχος του χώρου της κινητής τηλεφωνίας Μο Ιμπραχίμ. Και οι δύο γονείς του Σιλ κατάγονται από την Ινδία και ήρθαν στις Ηνωμένες Πολιτείες για πανεπιστημιακές σπουδές. Η μητέρα του η Τανού (η πρώτη από την οικογένειά της που ταξίδεψε με αεροπλάνο) ήταν μία από 15 γυναίκες σε μια τάξη 1.000 ατόμων στο κολέγιό της στην Ινδία, γεγονός που την ώθησε να μεταφέρει τις σπουδές της στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο πατέρας του Σιλ, ο Πραβίν, έκανε αιτήσεις σε κολέγια που δεν χρέωναν έξοδα υποβολής αίτησης. Πήγε στο Πανεπιστήμιο Οχάιο Στέιτ και όχι σε άλλα πανεπιστήμια, συμπεριλαμβανομένων των κορυφαίων της Αμερικής, επειδή το Οχάιο Στέιτ του πρόσφερε πλήρη υποτροφία, καθώς και δωρεάν αεροπορικό εισιτήριο για να ταξιδέψει ως εκεί.

Καθώς οι γονείς του Σιλ εντάσσονταν στην επαγγελματική τά- ξη της Αμερικής, αποφάσισαν να παίρνουν τον Σιλ και τον μικρότερο αδερφό του, τον Σουτζέι, μαζί τους σε ταξίδια που θα τους βοηθούσαν να καταλάβουν ότι ζούσαν μια σχετικά προνομιούχα ζωή, συμβάλλοντας στη συναισθηματική τους ανάπτυξη και ενισχύοντας την κοινωνικότητά τους. Ο Σιλ λέει πως «όταν μεγαλώναμε, ποτέ δεν κάναμε ταξίδια στην Ευρώπη ή την Καραϊβική. Κάθε φορά που οι γονείς μου είχαν λίγο ελεύθερο χρόνο, ήθελαν να μας δείξουν πώς λειτουργεί ο πραγματικός κόσμος».

Οι γονείς του τους πήγαν στη Βραζιλία και στην Κένυα τη δεκαετία του 1990, τότε που και οι δύο χώρες θεωρούνταν υπανάπτυκτες και περιθωριακές. Όταν ο Σιλ ήταν επτά χρονών, η οικογένειά του επισκέφτηκε ένα ορφανοτροφείο για τυφλά παιδιά, το 80% των οποίων έπασχε από κάποια ιάσιμη μορφή τύφλωσης, η οποία όμως δεν μπορούσε να αντιμετωπιστεί εξαιτίας της έλλειψης κονδυλίων.

Οι γονείς του δεν ήταν εύποροι, αλλά δαπανούσαν μεγάλο μέρος των εισοδημάτων τους σ’ αυτά τα ταξίδια προκειμένου να δώσουν στα παιδιά τους να καταλάβουν πώς είναι ο κόσμος. Ο Σιλ κι ο αδερφός του ήταν παιδάκια, αλλά ήδη φαντάζονταν την εξέλιξη της ζωής και της σταδιοδρομίας τους σε παγκόσμιο επίπεδο. Γι’ αυτό και το επίτευγμα του Μο Ιμπραχίμ να φέρει τις κινητές τηλεπικοινωνίες στην Αφρική αποτέλεσε το έναυσμα για να γίνει ο Σιλ επενδυτής.

Όπως ακριβώς οι επιχειρηματίες, οι επιχειρήσεις και οι επενδυτές που δραστηριοποιήθηκαν στην Κίνα και την Ινδία πριν από δέκα με είκοσι χρόνια κατάφεραν να δημιουργήσουν μεγάλες επιχειρήσεις, έτσι και οι άνθρωποι που μπορούν να ρίχνουν το βλέμμα τους σε όλο τον κόσμο και να διακρίνουν και να κατανοούν τις ευκαιρίες που φέρνει το επόμενο κύμα ανάδειξης ταχέως αναπτυσσόμενων αγορών, είναι εκείνοι που θα αποκομίσουν τα μεγαλύτερα κέρδη. Ο χρόνος που πέρασε ο Σιλ σε μέρη όπως το Ναϊρόμπι επηρέασε σημαντικά τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του, και καθώς επενδύει στις πιο συναρπαστικές από τις εντυπωσιακές συμφωνίες που κλείνονται στη Σίλικον Βάλεϊ –σε τομείς όπως τα κρυπτονομίσματα, οι καθαρές τεχνολογίες, οι υπηρεσίες δι- αδικτύου για καταναλωτές και οι κινητές τηλεπικοινωνίες–, κάνει επίσης κάτι το οποίο αποτολμά μόνο ένα αμελητέο ποσοστό επενδυτών της Σίλικον Βάλεϊ: επενδύει σε μέρη που σήμερα αποτελούν περιθωριακές αγορές, όπως η Κένυα, η Ουγκάντα και το Μπανγκλαντές. Καθώς οι αγορές αυτές αναπτύσσονται, άνθρωποι όπως ο Σιλ, που έχουν εκπαιδευτεί σχετικά με την αγορά, θα έχουν προβάδισμα ως προς την ανάπτυξη των σχέσεων και των συνεργασιών προκειμένου να πραγματοποιήσουν επενδύσεις ποιό- τητας. Θα μπουν πρώτοι, όταν οι αποτιμήσεις θα βρίσκονται στα χαμηλότερα επίπεδα – εκεί όπου βρισκόταν η Κίνα τη δεκαετία του 1990 και το διαδίκτυο το 1994.

Ο Σιλ φαντάζεται ότι πάντα θα δραστηριοποιείται σε παγκόσμιο επίπεδο και θεωρεί σπίτι του αυτή την τεράστια γεωγραφική έκταση. «Δεν επιθυμώ», λέει, «ούτε πιστεύω ότι ο κύκλος των φίλων μας θα κατασταλάξει πραγματικά κάπου· συνεχώς κινούμαστε μεταξύ του διαδρόμου Σαν Φρανσίσκο-Βοστόνης-Νέας Υόρκης-Ουάσιγκτον στο εσωτερικό και μεγάλων πόλεων σε αναδυόμενες αγορές. Για μένα η λέξη σπίτι δεν υποδηλώνει έναν τόπο, αλλά ένα συναίσθημα –ένα συναίσθημα που το νιώθω καλύτε- ρα όταν βρίσκομαι με την οικογένειά μου ή με στενούς φίλους». Σήμερα ο Σιλ είναι ο νεαρότερος επενδυτής επιχειρηματικών συμμετοχών με ανώτατη θέση σε εταιρεία κεφαλαίων επιχειρηματικών συμμετοχών της Σίλικον Βάλεϊ. Ο αδερφός του ο Σουτζέι πέτυχε στις εισαγωγικές εξετάσεις για το Χάρβαρντ σε ηλικία 15 ετών και σπούδασε εκεί για πέντε εξάμηνα, προτού αποδεχθεί μια υποτροφία Thiel. Η υποτροφία, την οποία έχει συστήσει το μέλος της «Μαφίας του PayPal» (μιας ομάδας πρώην ιδρυτών και στελεχών του PayPal που έκτοτε έχουν ιδρύσει και αναπτύξει άλλες εταιρείες τεχνολογίας) Πίτερ Τίλ, προσφέρει σε νεαρούς φοιτητές κολεγίου 100.000 δολάρια για να παρατήσουν τις σπουδές τους και ν’ αφοσιωθούν στην επιχειρηματικότητα. Ο Σουτζέι μετακόμισε στις δυτικές ΗΠΑ και έγινε γενικός διευθυντής λειτουργιών της Hired.com (μιας διαδικτυακής αγοράς όπου οι εταιρείες συναγωνίζονται στην πρόσληψη ιδιοφυών μηχανολόγων) και αντιπρόεδρος ενός δικτύου κινητής ψυχαγωγίας. Πρόσφατα αποφάσισε να επιστρέψει στο πανεπιστήμιο για να πάρει το πτυχίο του στην περιβαλλοντική επιστήμη και τη δημόσια πολιτική από το Χάρβαρντ.

Ο Τζάρεντ Κοέν είναι δέκα χρόνια μεγαλύτερος από τον Σιλ, και σε ηλικία μόλις 34 ετών δεν παύει να μου φαίνεται νεότατος. Όταν πρωτοπήγα να δουλέψω για τη Χίλαρι Κλίντον στο Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ στις αρχές της προεδρίας Ομπάμα, γνώρισα τον τότε 27χρονο Τζάρεντ. Ήταν ένα από τα ελάχιστα κατάλοιπα της προεδρίας Μπους. Την εποχή που τον γνώρισα, είχε λάβει την περιζήτητη υποτροφία Rhodes και είχε ήδη γρά- ψει δύο βιβλία. Όπως και ο Σιλ, είχε κάνει τις προπτυχιακές του σπουδές στο Στάνφορντ. Συνεργαστήκαμε στενά με τον Τζάρεντ επί ενάμιση χρόνο, προτού φύγει για να εργαστεί για τον πρόεδρο της Google Έρικ Σμιντ και να ιδρύσει την Google Ideas. Η εμπειρία μου από τα ταξίδια και τη συνεργασία με τον Τζάρεντ ενισχύει όσα θεωρώ ότι μπορεί να μάθει κανείς από την περίπτωση του Σιλ. Ο Τζάρεντ είναι γιος ενός ψυχολόγου και καλλιτέχνη από το Κονέκτικατ, κι από μικρός ανέπτυξε περιέργεια για τις ξένες γλώσσες και κουλτούρες. Άρχισε να μαθαίνει μόνος του σουαχίλι από ένα βιβλίο όταν ήταν 16 ετών, στη δευτέρα Λυκείου. Έπειτα η μητέρα του άρχισε να τον παίρνει σε ιδιαίτερα μαθήματα σουαχίλι στο Γέιλ και ο Τζάρεντ άρχισε να ταξιδεύει στην Αφρική. Σε ηλικία 19 ετών έζησε με μέλη της φυλής Μασάι στην Κένυα.

Όταν βρεθήκαμε με τον Τζάρεντ στο Ανατολικό Κονγκό και τους λόφους της δυτικής Ρουάντας, είχαμε το τεράστιο πλεονέκτημα να έχουμε στην ομάδα έναν άριστο γνώστη των σουαχίλι. Καταφέραμε να παρακάμψουμε το κωμικοτραγικό πρόγραμμα διερμηνείας που είχε καταστρώσει η πρεσβεία, στο πλαίσιο του οποίου οι ντόπιοι θα μιλούσαν σουαχίλι σε έναν Αφρικανό διερμηνέα, ο οποίος θα μετέφραζε στα γαλλικά για έναν ντόπιο υπάλληλο της πρεσβείας κι εκείνος στη συνέχεια θα μετέφραζε από τα γαλλικά στα αγγλικά για μένα και τον Τζάρεντ. Αντί γι’ αυτό, μπορούσαμε να επικοινωνούμε και να ερχόμαστε σ’ επαφή απευθείας με τον κόσμο, από μέλη πολιτοφυλακών που επαναπατρίζονταν στη Ρουάντα μέχρι θύματα σεξουαλικής βίας στους προσφυγικούς καταυλισμούς στο Ανατολικό Κονγκό.

Η ικανότητά μας να αναπτύσσουμε επιτυχημένα προγράμματα στην περιοχή βασιζόταν στο γεγονός ότι γνωρίζαμε τόσο την τεχνολογία όσο και την τοπική γλώσσα και κουλτούρα. Πρόκειται για την ίδια δυναμική που επέτρεψε στον Μο Ιμπραχίμ, τον Σουδανό δισεκατομμυριούχο της κινητής τηλεφωνίας, να δημιουργήσει επιχειρήσεις σε περιθωριακές αγορές, μεταξύ των οποίων και το Κονγκό. Πρόκειται για τη διάθεση και την ικανότητα να εντρυφήσεις σ’ αυτό που είναι σήμερα περιθώριο, όμως αύριο θα δημιουργήσει πολλές μεγάλες επιχειρήσεις. Και ακριβώς άνθρωποι σαν τον Σιλ και τον Τζάρεντ είναι αυτοί που θα διακρίνουν πρώτοι τις ευκαιρίες και θα διαθέτουν τις δεξιότητες και τις σχέσεις για να επωφεληθούν από αυτές. Η τραγική ειρωνεία είναι ότι σε έναν κόσμο που γίνεται όλο και πιο ψηφιακός, ποτέ δεν ήταν πιο σημαντικό να έχεις όσο το δυνατόν περισσότερες σφραγίδες στο διαβατήριό σου. Οι περισσότεροι δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να ταξιδεύουν σε περιθωριακές αγορές όπως η οικογένεια του Σιλ ή να κάνουν ιδιαίτερα μαθήματα σουαχίλι στο Γέιλ όπως η οικογένεια του Τζάρεντ, όμως οι σημερινοί γονείς έχουν στη διάθεσή τους πλήθος εργαλεία που δεν υπήρχαν όταν ο Σιλ και ο Τζάρεντ ήταν παιδιά. Στο διαδίκτυο υπάρχουν διαθέσιμα προγράμματα εκμάθησης γλωσσών εξίσου καλά με τα μαθήματα που μπορεί να πα- ραδώσει ένας φροντιστής. Δεν υπάρχει υποκατάστατο της αεροπορικής μετάβασης σε περιθωριακές αγορές προκειμένου να μάθεις γι’ αυτές, όμως οι επιλογές που έκαναν οι σαφώς μεσοαστοί γονείς του Σιλ και του Τζάρεντ έδωσαν στους δύο αυτούς νέους τη δυνατότητα να πετύχουν την ταχεία οικονομική και κοινωνική ανέλιξη που απολαμβάνουν σήμερα.

Αν και ένα σημαντικό δίδαγμα που μπορούμε να αντλήσουμε από τις περιπτώσεις του Τζάρεντ και του Σιλ είναι ότι σε έναν επιχειρηματικό κόσμο που αποκτά ολοένα και πιο παγκόσμιο χαρακτήρα η πολυπολιτισμική κατάρτιση αποκτά όλο και μεγαλύτερη σημασία, κάποιοι άλλοι στοχαστές και εμπειρογνώμονες με τους οποίους μίλησα αναφέρθηκαν έντονα σε ένα διαφορετικό σύνο- λο δεξιοτήτων –ή μου είπαν πως οι γλωσσικές δεξιότητες αποτελούν μόνο ένα τμήμα της εξίσωσης.

Πολλοί πιστεύουν ότι τα σημερινά παιδιά πρέπει να αποκτήσουν ευχέρεια σε κάποια τεχνική, προγραμματιστική ή επιστημονική γλώσσα. Αν τα μεγάλα σύνολα δεδομένων, η γονιδιωματική, η κυβερνητική και η ρομποτική συγκαταλέγονται στις ταχέως αναπτυσσόμενες βιομηχανίες του μέλλοντος, τότε οι άνθρωποι που θα βγάζουν το ψωμί τους σ’ αυτούς τους κλάδους πρέπει να γνωρίζουν άριστα τις γλώσσες κω- δικοποίησης στις οποίες βασίζονται.

«Αν ήμουν σήμερα δεκαοκτώ ετών, θα έπαιρνα πτυχίο στην πληροφορική ή τη μηχανολογία και θα μάθαινα μανδαρινικά», μου είπε ο πρώην διευθύνων σύμβουλος της eBay Τζον Ντόναχο. Κι έφερε τον γιο του ως παράδειγμα της προσέγγισης την οποία θεωρεί σωστή: «Ο μικρότερος γιος μου είναι πρωτοετής στο Ντάρτμουθ. Μαθαίνει μανδαρινικά εδώ και τέσσερα χρόνια και μάλλον θα πάρει πτυχίο πληροφορικής».

Ο επενδυτής και επιχειρηματίας Τσαμάθ Παλιχαπιτίγια μου μίλησε για τη μέθοδο που εφαρμόζουν μαζί με τη σύζυγό του, την Μπρίτζετ Λάου, μηχανικό πληροφορικής, για την ανατροφή των δύο παιδιών τους: «Νομίζω πως είναι πραγματικά σημαντικό κάθε άνθρωπος να γνωρίζει τουλάχιστον δύο άλλες γλώσσες: μία παραδοσιακά κλασικά γλωσσολογική και μία τεχνική. Κι αυτό επειδή, έτσι όπως αλλάζουν οι αγορές ανθρώπινου κεφαλαίου, πρέπει να διαθέτει κανείς αυτό το κύρος για να είναι σε θέση να συνδιαλέγεται με ανθρώπους σε διαφορετικά μέρη του κόσμου, να καταλαβαίνει την κουλτούρα τους, να καταλαβαίνει τη γλώσσα τους, αλλά και να μπορεί να συνδιαλέγεται με τεχνικούς όρους. Η μέθοδος που εφαρμόζω στην οικογένειά μας είναι ότι τα παιδιά μου πρέπει να μάθουν δύο γλώσσες: η μία είναι τα ισπανικά –τα μαθαίνουν από την πρώτη μέρα– και η δεύτερη θα είναι κάτι σαν την Python ή κάποια άλλη τεχνική γλώσσα, την οποία θα διδαχτούν από έξι χρονών και πάνω. Αυτή είναι μια σημαντική απόφαση που έχουμε πάρει, πως οι γλώσσες θα αποτελέσουν μια πραγματικά σημαντική μέθοδο κατανόησης του κόσμου, τόσο του υλικού στον οποίο ζούμε όσο και του τεχνικού κόσμου στον οποίο επίσης ζούμε».

Η σημασία της γνώσης τεχνικών γλωσσών ανακύπτει ξανά και ξανά. Ο Τσάρλι Σόνγκχερστ διατύπωσε μια ενδιαφέρουσα αντίθετη άποψη. Θεωρεί πως η σημερινή ανάγκη για εξειδικευμένες τεχνικές και μαθηματικές δεξιότητες αποτελεί βραχυπρόθεσμο φαινόμενο. «Υπάρχει μια καμπύλη ζήτησης για συγκεκριμένα σύνολα δεξιοτήτων σε μια δεδομένη χρονική στιγμή», λέει. «Προς το παρόν υπάρχει ζήτηση για μαθηματικά μυαλά τύπου Άσπεργκερ. Αλλά νομίζω πως η οικονομία του Άσπεργκερ έχει το πολύ άλλα δέκα χρόνια μπροστά της, επειδή άπαξ και καθιερωθούν οι τεχνολογικές πλατφόρμες, δεν θα υπάρξουν νέες εφευρέσεις».

Ο Τζακ Ντόρσεϊ, αντιθέτως, υποστηρίζει ότι τα οφέλη από την ευχέρεια στις γλώσσες προγραμματισμού θα εκτείνονται πολύ πιο πέρα από τη σύνταξη κώδικα: «Δεν νομίζω ότι θα το κάνεις για να γίνεις μηχανικός ή προγραμματιστής· το κάνεις επειδή σου διδάσκει πώς να σκέφτεσαι με έναν πάρα πολύ διαφορετικό τρόπο. Σου διδάσκει πώς, λειτουργώντας αφαιρετικά, να σπάζεις τα προβλήματα σε μικρά κομμάτια και μετά να τα επιλύεις, πώς να καταλαβαίνεις τα συστήματα και τον τρόπο με τον οποίο διασυνδέονται. Πρόκειται λοιπόν για εργαλεία που θα τα χρησιμοποιήσεις όλα παντού, ιδίως όταν σκέφτεσαι να δημιουργήσεις μια επιχείρηση ή να διευθύνεις μια επιχείρηση, ή ακόμα και να εργαστείς σε μια επιχείρηση. Το να μπορείς να συνθέσεις ένα τεράστιο, περίπλοκο σύστημα σε κάτι ουσιώδες που μπορείς να το διατυπώσεις με δυο λόγια –αυτό ακριβώς σου διδάσκει ο προγραμματισμός».

Ο Έρικ Σμιντ της Google ενισχύει το επιχείρημα του Τζακ περί του πόσο σημαντικό είναι να μαθαίνουμε να κατανοούμε περίπλοκα προβλήματα. Όταν ρώτησα τον Έρικ ποιες δεξιότητες θεωρούσε ότι χρειάζονταν περισσότερο τα παιδιά μου, μου απάντησε ότι «το σημαντικότερο ζητούμενο είναι απλώς η ανάπτυξη αναλυτικών ικανοτήτων. Οι περισσότερες εργασίες ρουτίνας που κάνουν οι άνθρωποι θα γίνονται από υπολογιστές, αλλά οι άνθρωποι θα διαχειρίζονται τους υπολογιστές γύρω τους και οι αναλυτικές ικανότητες δεν θα γίνουν ποτέ ντεμοντέ».

Γι’ αυτόν τον λόγο, πολλοί συνομιλητές μου μίλησαν με ιδιαίτερα ενθαρρυντικά λόγια για τις θεωρητικές σπουδές και το δόγμα τους «μάθε πώς να σκέφτεσαι». Πολλοί μάλιστα θεωρούσαν πως η απόσταση ανάμεσα στις παραδοσιακές θεωρητικές σπουδές και τη μηχανολογία θ’ αρχίσει να εκμηδενίζεται. Ο Τζάρεντ Κοέν ρωτά: «Γιατί να πρέπει να είμαι ή πολιτικός επιστήμονας ή επιστήμονας πληροφορικής; Γιατί να μην υπάρχει ένα υβρίδιο μεταξύ των δύο; Γιατί να πρέπει να είμαι ιστορικός ή πτυχιούχος αγγλικής φιλολογίας ή ηλεκτρολόγος μηχανολόγος; Γιατί δεν υπάρχει ένα υβρίδιο μεταξύ των δύο; Και τα δύο γλώσσες είναι, ξέρετε. Το ζήτημα είναι ότι πρέπει να διαμορφωθεί μια πιο διεπιστημονική προσέγγιση, στο πλαίσιο της οποίας οι θετικές και οι ανθρωπιστικές επιστήμες θα συγχωνεύονται έτσι ώστε τα παιδιά να προετοιμάζονται για έναν κόσμο όπου αυτά τα κουτά- κια έχουν ήδη αρχίσει να καταργούνται».

Ο Τζάρεντ υποστηρίζει πως οι σημερινοί γονείς θα πρέπει να μεγαλώνουν τα παιδιά τους όπως μεγάλωσαν τον Σιλ και τον Σουτζέι Τάιλ οι δικοί τους γονείς, που έστειλαν τον Σιλ να σπουδάσει ανθρώπινη βιολογία και δημόσια πολιτική και τον Σουτζέι να σπουδάσει επιστήμη του περιβάλλοντος και δημόσια πολιτική.

Παρόμοιο επιχείρημα διατυπώνει και ο πρόεδρος της Εσθονίας Τόμας Ίλβες, σύμφωνα με τον οποίο κάποιοι χώροι τους οποίους μέχρι πρότινος καταλάμβαναν μόνο άνθρωποι με υπόβαθρο θεωρητικών σπουδών, όπως η κυβέρνηση, θα καταλαμβάνονται όλο και περισσότερο από ανθρώπους με περισσότερες βασικές γνώσεις επιστήμης και τεχνολογίας. Και φέρνει ως παράδειγμα τον γιο του τον Λούκας, ο οποίος, αν και γνώστης της τεχνολογίας, εργάζεται στην κυβέρνηση: «Ποτέ δεν πρόκειται να εφεύρει μια εφαρμογή αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων, αλλά ασχολείται με ζητήματα πολιτικής και κατανοεί τις συνέπειές της, κι αυτό, νομίζω, είναι ένα από τα προβλήματά μας σήμερα: δεν διαθέτουμε, τουλάχιστον στην Ευρώπη, αρμόδιους για τη χάραξη πολιτικής που να καταλαβαίνουν από πληροφορική».

Τι γίνεται όμως με τα πάμπολλα παιδιά που γεννιούνται ανά τον κόσμο χωρίς πρόσβαση σε πανεπιστημιακές σπουδές; Πρόσφατα έχουν εμφανιστεί διάφορα μέσα που εκδημοκρατίζουν την πρόσβαση σε σημαντικές δεξιότητες προγραμματισμού. Ένα από αυτά είναι το Codeacademy, ένα πρόγραμμα της εταιρείας Y Combinator, το οποίο ίδρυσαν από κοινού δύο 23χρονοι και διδάσκει δωρεάν προγραμματισμό μέσω διαδικτύου. Το Codeacademy αριθμεί παγκοσμίως πάνω από 24 εκατομμύρια άτομα που έχουν χρησιμο- ποιήσει τις δυνατότητές του. Ένα άλλο απίστευτο μέσο είναι το Scratch, ένα πρόγραμμα της Lifelong Kindergarten Group του Εργαστηρίου Μέσων Ενημέρωσης του MIT. Πρόκειται για μια μη κερδοσκοπική προσπάθεια με σκοπό τη διδασκαλία προγραμμα- τισμού. Είναι δωρεάν και δεν θέλει κατέβασμα. Είναι προσαρμοσμένο σε περιβάλλοντα μικρού εύρους ζώνης και είναι διαθέσιμο σε περισσότερες από 40 γλώσσες. Μέχρι σήμερα έχουν αναπτυχθεί με βάση το Scratch πάνω από 5 εκατομμύρια έργα σε περισσότερες από 150 χώρες, άρα το πρόγραμμα βρίσκεται σχεδόν παντού.

Οι σημερινοί νέοι που θα μπουν στην αγορά εργασίας τού αύριο θα πρέπει να είναι πιο ξύπνιοι και πιο εξοικειωμένοι με την ευρύτερη λειτουργία του κόσμου, ώστε να μπορούν να βρουν την ειδικευμένη αγορά στην οποία μπορούν να ταιριάξουν. Καθώς η ρομποτική αυτοματοποιεί εργασίες γνωστικού και μη χειρωνακτικού χαρακτήρα, δουλειές σαν αυτή πάνω στην οποία έστησε ο πατέρας μου μια καριέρα 50 ετών –δικηγορία, κτηματικό δίκαιο– δεν θ’ αποτελούσαν σίγουρο στοίχημα για κάποιον που τελειώνει σήμερα τη νομική. Η αγορά εργασίας τού αύριο θα χαρακτηρίζεται σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό από ανταγωνισμό ανάμεσα σε ανθρώπους και ρομπότ. Στον αυριανό χώρο εργασίας, είτε ο άνθρωπος θα λέει στο ρομπότ τι να κάνει είτε το ρομπότ θα λέει στον άνθρωπο τι να κάνει”.