το ιστολόγιο ενός Κύριου των Υπολογιστών ;-)

Άδεια χρήσης περιεχομένου

Creative Commons Licence
Το περιεχόμενο του ιστολογίου παρέχεται με άδεια χρήσης Creative Commons Attribution-ShareAlike 4.0 International License.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εκπαιδευτικό Σύστημα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εκπαιδευτικό Σύστημα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2022

Δέκα επιστολές προς εκείνους που τολμούν να διδάσκουν


Αντιγράφω τα σημαντικότερα σημεία από το βιβλίο του Freire "Δέκα επιστολές προς εκ-παιδευτικούς", Εκδόσεις Επίκεντρο (πηγή εδώ) και το βάζω στη λίστα ανάγνωσης του Καλοκαιριού...



Απέναντι στην ελεγχόμενη συχνά γραφειοκρατική διεκπεραίωση των διδακτικών μας καθηκόντων οι παιδαγωγικές αντιλήψεις του Freire όχι μόνο συνεισφέρουν στον προβληματισμό για το ρόλο της εκπαίδευσης και του εκπαιδευτικού στη σύγχρονη κοινωνία, αλλά και αποκαλύπτουν τις πραγματικές τους δυνατότητες. Μιλάμε για μια απελευθερωτική παιδαγωγική πράξη, που κάνει τον άνθρωπο περισσότερο άνθρωπο και ανοίγει δρόμους προς την ελευθερία, προς μια πιο δίκαιη και δημοκρατική κοινωνία...

Από την πρώτη επιστολή: Διαβάζοντας τη λέξη διαβάζουμε τον κόσμο!

  • Διδασκαλία = ανάγνωση, αναζήτηση
  • Διδάσκω πραγματικά = παίρνω κριτική θέση στη διαδικασία της ανακάλυψης
  • Μελετώ = αποκαλύπτω
  • Διδασκαλία = όχι απλή μεταφορά γνώσης αλλά κριτικός τρόπος κατανόησης και αντίληψης της ανάγνωσης της λέξης και του κόσμου, του κειμένου και του πλαισίου του
  • Ο δάσκαλος διαθέτει τα βασικά εργαλεία (όπως ο χτίστης) στη δουλειά του
  • Η κατανόηση είναι μια κατεργασία που προϋποθέτει τη συνέργεια δασκάλου μαθητή και τη σωστή χρήση των απαιτούμενων εργαλείων
  • Η γνώση θα πρέπει να προβάλλεται ως διαδικασία απαραίτητη για κάτι 
  • Μετά πρέπει να μάθουμε πώς να μαθαίνουμε
  • Αυτό προϋποθέτει αγάπη για τη γνώση
  • Η μελέτη πηγή απόλαυσης και χαράς: ασφαλής δείκτης μιας φιλόδοξης εκπαίδευσης!
  • Μια κριτική ανάγνωση των κειμένων και του κόσμου έχει να κάνει με αλλαγές που συντελούνται εντός τους.

Δεύτερη επιστολή: Μην αφήνεις να σε παραλύει ο φόβος για ό,τι σε δυσκολεύει!

  • Παρακίνησε τους μαθητές σου να θέσουν σε κίνηση τη φαντασία, την περιέργεια και την κριτική σκέψη τους μπροστά σε κάθε εμπόδιο 
  • Ενθάρρυνέ τους να βλέπουν το κάθε εμπόδιο ως μια νέα πρόκληση 

Τρίτη επιστολή: Αγάπησε με πάθος τη διδασκαλία σου!

  • Με τη διδασκαλία συμβάλλεις στη σταδιακή αλλαγή των μαθητών
  • Δίνεις νόημα στην παρουσία τους στον κόσμο
  • Με τη μετάδοση της γνώσης πολεμάς κάθε αυθαιρεσία και κάθε αλαζονεία

Τέταρτη επιστολή: Τα προσόντα του προοδευτικού δασκάλου

  • Η ταπεινοφροσύνη (συνδυασμένη με αυτοπεποίθηση, αυτοσεβασμό και σεβασμό για τους άλλους): Κανείς δεν τα ξέρει όλα. Κανείς δεν τα αγνοεί όλα. Όλοι ξέρουμε κάτι. Όλοι αγνοούμε κάτι!
  • Να είσαι πάντα έτοιμος να διδάξεις και να διδαχθείς
  • Κάθε αυταρχισμός οδηγεί στην άκριτη συμμόρφωση και σημαίνει ασέβεια για τα πλάσματα –τους μαθητές μου‐ που μου έχουν εμπιστευτεί
  • Πλάι στην ταπεινοφροσύνη πρέπει να βρίσκεται η αγάπη στους μαθητές και στην πράξη της διδασκαλίας
  • Πρόκειται για ένα είδος εξοπλισμένης αγάπης χωρίς την οποία οι δάσκαλοι δεν θα μπορούσαν ν’ αντέξουν την κρατική και κοινωνική αδικία και περιφρόνηση. 
  • Η μαχητική αυτή αγάπη με οπλίζει με θάρρος να αγαπήσω το όραμά μου και να αγωνιστώ γι’ αυτό.
  • Μια άλλη αρετή είναι η ανεκτικότητα. Χωρίς αυτήν δεν είναι εφικτό κανένα παιδαγωγικό έργο. Καμιά δημοκρατική εμπειρία. Καμιά προοδευτική εκπαιδευτική πράξη. Είμαι ανεκτικός δεν σημαίνει ότι συναινώ στο μη εφικτό. Δεν συγκαλύπτω την αυθάδεια. Ανεκτικότητα είναι η αρετή που μας μαθαίνει να ζούμε με το διαφορετικό. Μας διδάσκει να μαθαίνουμε απ’ αυτό και να το σεβόμαστε.
  • Όμως προσοχή: κανένας δεν μπορεί να διδαχθεί την ανεκτικότητα σ’ ένα περιβάλλον ανευθυνότητας που δεν παράγει δημοκρατία! Η πράξη της ανοχής προϋποθέτει περιβάλλον στο οποίο μπορούν να τίθενται όρια και αρχές σεβαστές.
  • Η αποφασιστικότητα: η λήψη αποφάσεων προϋποθέτει την ελευθερία. Η λήψη αποφάσεων είναι συχνά ρήξη. Πρέπει όμως να απέχει από την αυθαιρεσία. Η χαλαρότητα είναι χειρότερη από την κατάχρηση εξουσίας.
  • Το ιδανικό: παίρνουμε αποφάσεις μαζί με τους μαθητές μας, αφού αναλύσουμε το πρόβλημα. Άλλες φορές η απόφαση που πρέπει να ληφθεί ανήκει στο πεδίο αρμοδιότητας του εκπαιδευτικού.
  • Η αναποφασιστικότητα φανερώνει έλλειψη αυτοπεποίθησης. Αλλά η αυτοπεποίθηση είναι απαραίτητη για όποιον έχει αναλάβει ευθύνες όπως να διοικεί μια τάξη.
  • Ο προοδευτικός εκπαιδευτικός βιώνει διαρκώς την ένταση μεταξύ υπομονής και ανυπομονησίας. Στην ισορροπία αυτή εντάσσεται και η λεκτική φειδώ. Να μην χάνουμε τον έλεγχο των λόγων μας. Να μην υπερβαίνουμε τα όρια του συνετού αλλά και ενεργητικού λόγου. Ο λόγος του υπομονετικού είναι πάντα κόσμιος. Ο καλοσυνάτος λόγος μπορεί να γεννήσει την ψευδαίσθηση ότι όλα επιτρέπονται. Ο νευρικός και ανεξέλεγκτος λόγος καταλήγει σε ασυνέπεια και ανευθυνότητα. Δεν αρκεί να αγαπάς. Πρέπει να ξέρεις πώς να αγαπάς.
  • Ο εκπαιδευτικός πρέπει να υπερασπίζεται τη χαρά της ζωής, να προσφέρει ολοκληρωτικά τον εαυτό του στη ζωή! Να συμβάλλει στη δημιουργία ενός χαρούμενου και ευτυχισμένου σχολείου. Να εργάζεται για ένα σχολείο‐ περιπέτεια, ένα σχολείο που πάει μπροστά, που δεν φοβάται να ριψοκινδυνεύει, που απορρίπτει τη στασιμότητα. Που μιλά, που συμμετέχει, δημιουργεί, αγαπά, φαντάζεται, αγκαλιάζει με πάθος και λέει ναι στη ζωή. Που δεν αφήνεται στη μοιρολατρική παραίτηση «και τι μπορώ να κάνω»;
  • Δεν υπάρχει ζωή και πρόοδος και εξέλιξη χωρίς αγώνα και σύγκρουση!
  • Υπέρτατο, τέλος, χρέος του εκπαιδευτικού είναι να υπερασπίζεται τα δικαιώματά του: το δικαίωμα της ελευθερίας στη διδασκαλία, της κριτικής, το δικαίωμα των καλύτερων συνθηκών άσκησης του εκπαιδευτικού του έργου, το δικαίωμα να επιμορφώνεται και να αμείβεται σωστά. Το δικαίωμα να γίνονται σεβαστά από την πολιτεία τα δικαιώματά του! 5. Πέμπτη επιστολή: Η πρώτη μέρα στο Σχολείο.
  • Ο εκπαιδευτικός δεν είναι άτρωτος. Είναι άνθρωπος, όπως και ο μαθητής. Μειονέκτημα για τον εκπαιδευτικό δεν είναι η ανασφάλεια και ο φόβος, αλλά η αδυναμία του να αγωνιστεί να ξεπεράσει το φόβο. Ο φόβος της πρώτης μέρας είναι απολύτως φυσιολογικός. Η ενδεδειγμένη στάση: ειλικρίνεια! Το καλύτερο είναι να πούμε στους μαθητές μας πώς νιώθουμε τη συγκεκριμένη στιγμή, δείχνοντας πως είμαστε άνθρωποι κι έχουμε όρια.
  • Όταν αντιμετωπίζουμε το φόβο, κάνουμε το πρώτο βήμα να τον μετατρέψουμε σε θάρρος.
  • Από την πρώτη μέρα ο εκπαιδευτικός κατανοεί και σέβεται τις προτιμήσεις των μαθητών του, τον τρόπο που μιλούν, που αντιδρούν… Είναι όλα μέρος της πολιτισμικής τους ταυτότητας, από την οποία δεν λείπει και το στοιχείο της κοινωνικής τάξης. Ο εκπαιδευτικός παρατηρεί και καταγράφει. Μελετά και ξαναμελετά όσα καταγράφει. Βοηθά την τάξη να κατανοήσει τον εαυτό της ως κείμενο.
  • Από την ώρα αυτή ο εκπαιδευτικός θεμελιώνει μια σχέση σεβασμού και αφοσίωσης με την τάξη. Δεν περιορίζεται στη μηχανιστική διεκπεραίωση της ύλης. Κατανοεί το περιβάλλον του μαθητή και μπορεί να εξηγήσει την τραγική πολλές φορές ύπαρξη πολλών μη προνομιούχων μαθητών (που δεν βλέπουν όνειρα, μόνο εφιάλτες).
  • Χρειαζόμαστε λοιπόν τον επαγγελματικά ικανό και ευαίσθητο δάσκαλο. Όχι απλώς μια μητέρα που κανακεύει. Ο δάσκαλος αυτός δεν φοβάται την τρυφερότητα, δεν είναι κλειστός απέναντι στις συναισθηματικές ανάγκες των ανθρώπων που του έχουν εμπιστευθεί. Δεν είναι άδειος από ζωή και αισθήματα. Κυριαρχείται από την αγάπη. Δεν μπορεί να διδάσκει την ύλη του σαν να μην υπάρχει τίποτε άλλο στον κόσμο.
  • Από την πρώτη μέρα στην τάξη ο δάσκαλος πρέπει να δείξει στους μαθητές του τη σημασία της φαντασίας για τη ζωή! Να τονίσει το δικαίωμα που έχουν να φαντάζονται, να ονειρεύονται και να αγωνίζονται για τα όνειρά τους!

Έκτη επιστολή: Η σχέση με τους μαθητές: θεμελιώδης, περίπλοκη και δύσκολη!

  • Βάση: ο συγκροτημένος και συνεπής λόγος. Η λογοδοσία.
  • Οι μαθητές πρέπει να μάθουν: 1. ότι είναι θεμιτό ν’ αλλάζει κανείς θέση, όταν αλλάζουν τα δεδομένα, 2. να αναζητούν τους λόγους που τους έκαναν ν’ αλλάξουν
  • Μόλις οι εκπαιδευτικοί αρχίσουν τη διαδικασία της λογοδοσίας, σιγά‐σιγά θ’ αρχίσουν να κάνουν το ίδιο και οι μαθητές.
  • Τι μπορεί να πει όμως κανείς για το δάσκαλο που διδάσκει και απαιτεί συνέπεια, είναι όμως ο ίδιος ασυνεπής;
  • Ο δάσκαλος έχει πολλά να διδάξει στα παιδιά, πέρα από τη διδακτέα ύλη
  • Οι μαθητές δοκιμάζουν συχνά τον δάσκαλο. Ο δάσκαλος πρέπει να δεχτεί ότι κάποιος μπορεί να τον αμφισβητήσει.
  • Είναι δικαίωμα του μαθητή να αμφισβητεί και να εκφράζει δημόσια την αμφιβολία του. Είναι καθήκον του δασκάλου να αποδεικνύει κάθε στιγμή την αλήθεια των λόγων του. Και να ελέγχει την αστήρικτη κριτική.
  • Ο δάσκαλος οφείλει να είναι ταπεινός. Να δέχεται ότι δεν είμαστε τέλειοι ούτε αλάθητοι.
  • Εξαιρετικά ωφέλιμο: ν’ αφιερώνουμε λίγο χρόνο κάθε δυο μέρες και να καταγράφουμε με τους μαθητές μας αναλυτικά και κριτικά τη γλώσσα και την πρακτική μας. Στιγμές που μας κέντρισαν θετικά ή αρνητικά. Μαθαίνουμε έτσι να παρατηρούμε, να αναλύουμε και εδραιώνουμε μια ειλικρινή συνεργασία.

 Έβδομη επιστολή: Από το μιλάω στους μαθητές μου, στο μιλάω με τους μαθητές μου!

  • Τήρηση κανόνων – αποστασιοποίηση από το «όλα επιτρέπονται» που ενισχύει τον αυταρχισμό
  • Η έλλειψη πειθαρχίας δυναμώνει το φόβο απέναντι στην ελευθερία
  • Ο δημοκρατικός δάσκαλος δεν υιοθετεί την απειθαρχία, την ασυνέπεια, το «άς το έτσι για να δούμε τι θα συμβεί»
  • Μιλώντας στους μαθητές και με τους μαθητές συμβάλλουμε στη διαμόρφωση υπεύθυνων και με κριτική σκέψη πολιτών.
  • Η δημοκρατία, όπως κάθε όραμα, δεν φτιάχνεται με διακηρύξεις αλλά με περίσκεψη και καλλιέργεια. Δεν είναι ο λόγος μου που δηλώνει ότι είμαι δημοκράτης, ότι δεν είμαι ρατσιστής, αλλά οι πράξεις μου. Οι πράξεις μου μαρτυρούν αν είμαι πιστός στο λόγο μου.

 Όγδοη επιστολή: Πολιτισμική ταυτότητα και παιδεία

  • Είμαστε προγραμματισμένοι να μαθαίνουμε. Η μάθηση και η αναζήτηση αποτελούν μέρος της ύπαρξής μας στον κόσμο.
  • Είμαστε προορισμένοι να δημιουργούμε πολιτισμό. Η παιδεία είναι η κατεξοχήν πολιτισμική έκφραση. Είναι η περηφάνια του ανθρώπου γι’ αυτό που αποκτά, πέρα απ’ αυτό που κληρονομεί.
  • Η γνήσια παιδεία αντιμάχεται την ισχυρή μας τάση να θεωρούμε ότι αυτό που είναι διαφορετικό από μας είναι κατώτερο.

 Ένατη επιστολή: ανάμεσα στο θεωρητικό και στο πραγματικό πλαίσιο

  • Είμαστε τα μόνα όντα με την ικανότητα να είμαστε ταυτόχρονα και τα αντικείμενα και τα υποκείμενα των σχέσεων που συνυφαίνουμε με τους άλλους. 
  • Δημιουργούμε την ιστορία κι αυτή μας δημιουργεί και μας ξαναδημιουργεί
  • Ξεκινώντας από ένα αναγκαίο θεωρητικό πλαίσιο, πρέπει να αποστασιοποιούμαστε ταυτόχρονα απ’ αυτό και να σκεφτόμαστε την πράξη. Είναι αδύνατο να διδάξω την ύλη χωρίς να γνωρίζω πώς σκέφτονται οι μαθητές μου στο πλαίσιο της καθημερινής τους ζωής. Χωρίς να γνωρίζω τι ξέρουν ανεξάρτητα από το σχολείο, ώστε να τους βοηθήσω να γνωρίσουν καλύτερα αυτά που ήδη ξέρουν και να τους διδάξω αυτά που δεν ξέρουν.

Δέκατη επιστολή: και πάλι για το ζήτημα της πειθαρχίας

  • Μας λείπει η πειθαρχία στο σπίτι, στο σχολείο, στο δρόμο, στην κυκλοφορία. Η ανομία και η έλλειψη ευθύνης είναι ασέβεια για τον άλλο. Ασέβεια για τη δημοκρατία, αφού μόνο με την υπευθυνότητα πολεμάμε την αδικία και την ανευθυνότητα του συστήματος.
  • Χωρίς πειθαρχία δεν δημιουργεί κανείς πνευματικό έργο. Ποια είναι όμως η υγιής πειθαρχία; Πως θα βρούμε την ισορρόπηση ανάμεσα στην εξουσία και την ελευθερία, πώς θα ξεπεράσουμε μικρόψυχες πολιτικές, πώς θα πούμε όχι στα ατομικιστικά συμφέροντα και πώς θ’ αφήσουμε στην άκρη τις αυταπάτες του σχολαστικού παιδαγωγού; Απαιτώντας ηθικές αρχές πώς θα απομακρυνθούμε από την ασχήμια του πουριτανισμού και θα στοχεύσουμε στην ομορφιά και στην καθαρότητα; Δεχόμενοι την επιστημονική υπευθυνότητα, πώς θα απορρίψουμε τις στρεβλώσεις του επιστημονισμού;
  • Στους σκοπούς αυτούς πρέπει να αφοσιωθούμε και όχι στη μονοδιάστατη λογική της μετάδοσης γνώσεων στους μαθητές.
  • Μόνο εφόσον οι μαθητές γίνουν σκεπτόμενα υποκείμενα και αναγνωρίσουν ότι είναι εξίσου σκεπτόμενα υποκείμενα με τους δασκάλους, είναι δυνατόν να γίνουν παραγωγικά υποκείμενα του νοήματος ή της γνώσης του αντικειμένου. Στη διαλεκτική αυτή κίνηση η διδασκαλία και η μάθηση γίνονται γνώση και εκ νέου γνώση. Οι μαθητές γνωρίζουν αυτό που δεν γνώριζαν και οι δάσκαλοι κατακτούν εκ νέου αυτό που γνώριζαν ήδη.
  • Ναι, ονειρεύομαι, επειδή ως ιστορική οντότητα αν δεν ονειρεύομαι, δεν μπορώ να είμαι οντότητα.
  • Ονειρεύομαι, γιατί ο στόχος μου είναι ψηλός: να συμβάλω στη δημιουργία του ελεύθερου πολίτη, όπως τον οραματίστηκε ο Αριστοτέλης, και η ιδιότητα του πολίτη προϋποθέτει πειθαρχία και ελευθερία. Η ιδιότητα του πολίτη δεν αποκτιέται τυχαία. Είναι μια διεργασία που ποτέ δεν τελειώνει και που πάντα πρέπει ν’ αγωνιζόμαστε γι’ αυτήν. Ονειρεύομαι, γιατί κάθε δημοκρατική εκπαίδευση είναι εκπαίδευση για την ιδιότητα του πολίτη. Του υπεύθυνου, του έντιμου, του συνεπούς και γι’ αυτό ευτυχισμένου πολίτη! Ο σεβασμός στους μαθητές μου προκύπτει από τη λογοδοσία μου στο ζήτημα της προσφοράς μου στην ιδιότητα του πολίτη.

Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου 2021

Podcast: Rethinking School


Rethinking School

For most of modern history, humans have placed smaller humans in institutions called schools. But what parts of this model still work? And what must change? This hour, TED speakers rethink education.

https://www.npr.org/programs/ted-radio-hour/535044918/rethinking-school



Δευτέρα 16 Μαρτίου 2020

Στήνοντας Εξ Αποστάσεως μαθήματα "στο μέτωπο"...



"...σιγά μη παρακολουθούν το μάθημα οι μαθητές, θα είναι συνδεμένοι στην ηλεκτρονική τάξη αλλά σε άλλο παράθυρο θα ανεβάζουν υλικό στο Instagram"

"...δηλαδή θα πρέπει να κάνω πι-ντι-εφ όλες τις σημειώσεις μου; πως γίνεται;"

"... όχι, όχι, το μάθημα εξ' αποστάσεως δεν είναι τσάτινγκ, ο πίνακας που έχεις βάλει πίσω από την πλάτη για να γράφεις με τον μαρκαδόρο θα πρέπει φαίνεται και όχι η φάτσα σου..."

"...ρε Φιλ δε θα κολλήσει αυτό το πράμα αν συνδεθούν όλοι οι μαθητές ταυτόχρονα;"

"... και άμα κολλήσει την ώρα που κάνω μάθημα;"

"...και οι μαθητές που δεν έχουν υπολογιστές τι θα κάνουν;"

"...είναι δυνατόν οι μαθητές να μην ξέρουν να επισυνάπτουν αρχείο στο μέιλ τους;"

Στις δεκάδες συζητήσεις (ατάκες παρατίθενται παραπάνω) που έχω συμμετάσχει από την προηγούμενη Τετάρτη, μετά την ανακοίνωση της αναστολής λειτουργίας των σχολείων, οι συνάδελφοι (κυρίως οι μη-πληροφορικοί) έχουν αναδείξει όλες τις προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει η Εξ Αποστάσεως Εκπαίδευση (ΕξΑΕ) σε αυτές τις ιδιαίτερες συνθήκες:
  • θέληση μαθητών
  • υποστήριξη εκπαιδευτών
  • απουσία ψηφιοποιημενου εκπαιδευτικού υλικού
  • έλλειψη υλικοτεχνικής υποδομής και υποστήριξης
  • χαμηλό επίπεδο ψηφιακού γραμματισμού μαθητών και εκπαιδευτών
Είναι συνάδελφοι που από την πρώτη στιγμή της "καραντίνας" αποφάσισαν να στήσουν μαθήματα εξ΄ αποστάσεως με ότι διαθέτουν: το λάπτον του συζύγου, το τάμπλετ του μικρού, το Google Hangouts του Gmail τους, το πινακάκι ζωγραφικής της μικρής, το φωτιστικό του γραφείου, τα ακουστικά του κινητού τους...
...είναι σαν να στήνουμε e-learning στο "μέτωπο", σαν τα χειρουργεία που γίνονται λίγα μέτρα από την πρώτη γραμμή, όπως-όπως και με ότι έχεις...
καταλήξαμε με έναν συνάδελφο χθες το βράδυ, σε μια στιγμή αναλαμπής :-)

Τι είναι όμως η Εξ' Αποστάσεως Εκπαίδευση που όψιμα ανακαλύψαμε στη χώρα μας λόγω κορονοϊού :
  • είναι η εκπαιδευτική μέθοδος κατά την οποία ο μαθητής διδάσκεται και μαθαίνει χωρίς τη φυσική παρουσία του εκπαιδευτή, 
  • μπορεί όμως να υπάρχει καθοδήγηση και εμψύχωση από μέρους του εκπαιδευτή προς το μαθητή, μέσω κάποιας μορφής επικοινωνίας μαζί του
  • βασικό χαρακτηριστικό της ΕξΑΕ είναι η απόσταση (χωρική ή/και χρονική) που χωρίζει τον διδάσκοντα από τον διδασκόμενο την οποία καλούνται να "καλύψουν" οι Τεχνολογίες Πληροφορίας και Επικοινωνιών (ΤΠΕ).
  • η ΕξΑΕ προσφέρεται σε δύο διαφορετικές μορφές
    • "σύγχρονα", κατά την οποία ο εκπαιδευτής παραδίδει το μάθημα σε ζωντανή σύνδεση και ο εκπαιδευόμενος, αν και βρίσκεται σε διαφορετικό τόπο, παρακολουθεί το μάθημα στον ίδιο χρόνο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα σύγχρονης ΕξΑΕ είναι η τηλεδιάσκεψη
    • "ασύγχρονα", κατά την οποία ο εκπαιδευόμενος μαθαίνει όχι μόνο σε διαφορετικό χώρο από τον εκπαιδευτή, αλλά και σε διαφορετικό χρόνο από τη διαδικασία της παράδοσης ή δημιουργίας του μαθήματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι βιντεοσκοπημένες διαλέξεις.
  • πολύ συχνά σύγχρονη και ασύχρονη ΕξΑΕ συνδυάζονται σε ένα μικτό σύστημα εκπαίδευσης, ώστε να παρέχουν πιο ολοκληρωμένη εκπαιδευτική εμπειρία
Αξίζει να αναφερθεί ότι σε πολλές χώρες του εξωτερικού η Εξ' Αποστάσεως Εκπαίδευση είναι ενταγμένη στο επίσημο πλαίσιο των εκπαιδευτικών συστημάτων σε τέτοιο βαθμό που κάποιος μαθητής μπορεί να καλύψει μεγάλο μέρος της υποχρεωτικής του εκπαίδευση Εξ΄ Αποστάσεως.

Στη χώρα μας, στις 13/03/2020, με σκοπό την αναπλήρωση των χαμένων διδακτικών ωρών το Υπουργείο Παιδείας δήλωσε «Είμαστε έτοιμοι: ξεκινά η Εξ’ Αποστάσεως Εκπαίδευση» (εδώ) η οποία και θα συμπεριλαμβάνει:
Βέβαια
  • η ψηφιακή πλατφόρμα δεν είναι ακόμη διαθέσιμη και θα διατεθεί στα σχολείο το επόμενο διάστημα μέσα από τις υποδομές του Πανελλήνιου Σχολικού Δικτύου, το οποίο λειτουργεί στο όριο των αντοχών του, με "πετσοκομμένη" υποστήριξη (υπο-χρηματοδότηση ή/και κατάργηση δομών υποστήριξης και ΚΕΠΛΗΝΕΤ)
  • τα διαδραστικά σχολικά βιβλία είναι κατά κύριο λόγο βιβλία σε pdf, ενώ το ψηφιακό εκπαιδευτικό υλικό (Φωτόδεντρο) και τα ψηφιακά διδακτικά σενάρια (Αίσωπος) περιέχουν μικρό σχετικά αριθμό (σε σχέση με το σύνολο της διδακτέας ύλης), δύσκολα αναζητήσιμων, αποσπασματικών προτάσεων διδασκαλίας, οι οποίες δεν χαίρουν ιδιαίτερης δημοφιλίας
Παρόλα αυτά, ας υποθέσουμε για την ανάγκη της «συζήτησης», ότι τα προαναφερθέντα εργαλεία, η αναγκαία τεχνολογική υποδομή και οι δομές τεχνικής υποστήριξης είναι (με ένα μαγικό τρόπο) άμεσα διαθέσιμα και επαρκούν για την υποστήριξη 1.000.000 μαθητών (με έναν μαγικό τρόπο είπαμε ;-)) 

Αμέσως προκύπτει η επόμενη ερώτηση:
κατά πόσο το εκπαιδευτικό μας σύστημα έχει προετοιμάσει τους γονείς, τους εκπαιδευτικούς αλλά κυρίως τους μαθητές για να συμμετάσχουν σε αυτή την εξ’ αποστάσεων εκπαιδευτική διαδικασία;
Αν μελετήσει κανείς τα προγράμματα σπουδών πληροφορικής, τόσο στην πρωτοβάθμια όσο και στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση, η απάντηση είναι εύκολη:
ελάχιστα έως καθόλου
Και πως θα μπορούσε άλλωστε
όταν το μάθημα της πληροφορικής διδάσκεται μία ώρα την εβδομάδα στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο 
το οποίο μεταφράζεται σε περίπου 30 διδακτικές ώρες τη χρονιά;

ΟΚ λοιπόν, υποδομές δεν έχουμε, τεχνική υποστήριξη δεν έχουμε, εκπαιδευτικό υλικό δεν έχουμε, μαθητές-εκπαιδευτικούς και γονείς καταρτησμένους για ΕξΑΕ δεν έχουμε...

Ωραία και τι μπορούμε να κάνουμε με τα παραπάνω δεδομένα;

Βραχυπρόθεσμα, "ότι καλύτερο μπορούμε στην παρούσα συγκυρία ώστε να υποστηρίξουμε μαθητές και συναδέλφους εκπαιδευτικούς". Ειδικότερα:
  • συμμετοχή σε ομάδες εργασίας (θα πρέπει να υπάρξει πρόσκληση και συντονισμός κεντρικά από το υπουργείο ή/και το ΙΕΠ) εκπαιδευτικών που έχουν εμπειρία ή/και διάθεση για την σχεδίαση, υλοποίηση και υποστήριξη του εγχειρήματος της Εξ Αποστάσεων Εκπαίδευσης 
  • επικαιροποίηση/βελτίωση του υφιστάμενου υλικού που βρίσκεται στα αποθετήρια (Διαδραστικά σχολικά βιβλίαΦωτόδεντροΑίσωπος) και συσχέτισης τους με τα αντίστοιχα αντικείμενα στα σχετικά προγράμματα σπουδών
  • συλλογή διδακτικού υλικού (ασκήσεις, εκπαιδευτικές δραστηριότητες, κλπ) από εκπαιδευτικούς, τυποποίηση, ψηφιοποίηση, ανάρτηση τους στα εκπαιδευτικά αποθετήρια και συσχέτισης τους με τα αντίστοιχα αντικείμενα στα σχετικά προγράμματα σπουδών
  • αξιοποίηση του ήδη αναρτημένου υφιστάμενου εκπαιδευτικού ψηφιακού υλικού (πχ βίντεο youtube, εκπαιδευτικές ιστοσελίδες, blogs ή/και ιστοσελίδες εκπαιδευτικών, κλπ)
Η ιδιόρρυθμη κατάσταση που βιώνουμε (λόγω "καραντίνας") ανέδειξε την αξία και τη χρησιμότητα της ΕξΑΕ. Μακροπρόθεσμα λοιπόν, και σε πολύ καλύτερες συνθήκες θα πρέπει να
  • αυξηθούν οι ώρες διδασκαλίας των μαθητών Πληροφορικής και να επικαιροποιηθούν τα προγράμματα σπουδών
  • επιμορφωθούν οι εκπαιδευτικοί στις ψηφιακές δεξιότητες
  • υποστηριχθούν πρωτοβουλίες εκπαιδευτικών για την σχεδίαση και υλοποίηση πιλοτικών εφαρμογών ΕξΑΕ
  • αναβαθμιστούν οι υποδομές του Πανελλήνιου Σχολικού Δικτύου
  • ενισχυθούν οι υποστηρικτικές δομές (του ΠΣΔ και των σχολικών εργαστηρίων πληροφορικής)
Κλείνω με την φοβερή ατάκα συναδέλφου...
τι είναι ρε αυτά τα μούντλς; εγώ μόνο από κινέζικα νούντλς ξέρω...
Καλή νύχτα και καλή τύχη :-)

Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2019

Computing our future: Computer programming and coding Priorities, school curricula and initiatives across Europe



Αποσπάσματα από την έρευνα σχετικά με την υπολογιστική σκέψη που υλοποίησε το European Schoolnet.


Θα βρω χρόνο να το μεταφράσω...

This is a report on a large amount of complex data which has to be set against extremely varied national and regional education contexts. There are nevertheless some “big picture” conclusions to be drawn. Coding continues to play a prominent role in the education agenda. The rationale for integrating coding in school curricula is twofold: to equip all students with skills that are increasingly perceived as important in today’s digital society, such as problem-solving and logical thinking skills, and, but to a slightly lesser extent, to respond to the lack of IT-skilled labour force in Europe.
Computer programming is the process of developing and implementing various sets of instructions to enable a computer to perform a certain task, solve problems, and provide human interactivity. These instructions (source codes which are written in a programming language) are considered computer programs and help the computer to operate smoothly. In this report the terms computer programming and coding are used interchangeably, and are in general referred to as coding. They refer to activities that enable children not only to know how to use specific programmes but to learn how to programme computers, tablets, or other electronic devices. Computational thinking is typically associated with coding and computer programming, but is more than that, involving “solving problems, designing systems, and understanding human behaviour”, according to the Carnegie Mellon University.


Rationale for integrating coding in the curriculum

Countries generally have multiple reasons for integrating coding in the curriculum. The majority of countries aim to develop students’ logical thinking skills (15 countries) and problem-solving skills (14 countries), thus addressing 21st century skills. More than half of the countries, namely 11, focus on the development of key competences and coding skills. Attracting more students to study computer sciences is also a rationale for 11 countries. In particular, Slovakia is introducing the optional subject “programming and coding” in schools because of students’ interest in studying computer programming at university level. The aim of fostering employability in the sector is key for only eight countries.




The following picture illustrates the distinction between ICT and technology on the one hand, with a focus on the USE of ICT and its applications, and computer science, on the other hand, with a focus on the CREATION of programs and computer solutions, and acquiring understanding about underlying theories and principles

Decomposing ICTs, Computer Science/Informatics/Computing


What is Computational thinking:
  1. is a form of thinking that uses computational methods to solve problems, including complex or vaguely specified problems
  2. develops the ability to analyse and synthesize, to generalize, to seek suitable problem-solving strategies and to verify them in practice
  3. enhances the ability to express one’s thoughts and processes precisely and to record them in formal descriptions that serve as a universal means of communication
  4. uses basic universal terms that extend beyond contemporary technology: algorithm, structures, representation of information, effectiveness, modelling, information systems, principles of operation of digital technology
The main concepts and approaches of computational thinking, underlining that this competence includes a wider set of mental tools, is also illustrated in the following diagram (www.barefootcas.org.uk* )

The Computational Thinker

Πέμπτη 31 Μαΐου 2018

Draft - Αν θέλεις να παραμείνεις εκπαιδευτικός (και να μη μεταμορφωθείς σε ρινόκερο)



Επηρεασμένος από μία εκπομπή του Άρη Χατζηστεφάνου (διαθέσιμη εδώ) στην οποία έκανε αναφορά στον Ρινόκερο (του Ιονέσκο) και στον αγώνα του πρωταγωνιστή να παραμείνει άνθρωπος την ώρα που όλοι γύρω του μεταμορφώνονται σε ρινόκερους σκέφτηκα να ξεκινήσω μία πρόχειρη λίστα μετρήσιμων κανόνων που αν τους παραβείς παύεις να είσαι εκ-παιδευτικός και αρχίζεις να μεταμορφώνεσαι σε ρινόκερο :-)

Κανόνες
  1. αγάπη
  2. στην σχολική καθημερινότητα σημαντικότερος από το μάθημα (= εκ-παιδευτική διαδικασία που έχει στόχο τη μάθηση) είναι μόνο ο μαθητής, τίποτε άλλο...
  3. δικαιοσύνη
  4. κανόνες και όρια
  5. επιβράβευση του αποτελέσματος σε συνάρτηση με την προσπάθεια
  6. ανοιχτότητα (στο εκπαιδευτικό υλικό που παράγεις)
Τι άλλο; Παρακαλώ βοηθάτε...

Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου 2017

Homo Sarcophilus



Το αρχικό κείμενο είναι διαθέσιμο ΕΔΏ (στην ιστοσελίδα του γελωτοποιού). Πραγματεύεται το ζήτημα του ανταγωνισμού και προς το τέλος του κειμένου κάνει αναφορά και στις συνέπειες που έχει το ανταγωνιστικό εκπαιδευτικό μας σύστημα στους μαθητές μας...

Στην Ελλάδα άπαντες οι έχοντες ονύχια αγωνίζονται να σπαράξωσιν τους έχοντες πτερά – Ε. Ροΐδης


O διάβολος της Τασμανίας (sarcophilus harrisii) είναι το μεγαλύτερο σαρκοφάγο μαρσιποφόρο –μετά την εξαφάνιση, το 1936, του μαρσιποφόρου τίγρη της Τασμανίας.

Δεν είναι μεγαλύτερος από ένα μικρό σκύλο, όμως έχει τα πιο δυνατά σαγόνια ανάμεσα στα ζώα της ξηράς. Σαν τις ύαινες μπορεί να σπάσει οποιοδήποτε κόκαλο. Και σαν τις ύαινες είναι σαπροφάγο.

Αν το δεις ήρεμο πιθανότατα θα πιστέψεις ότι είναι ένα γλυκό ζωάκι, το οποίο θα μπορούσες να έχεις και για κατοικίδιο. Όμως ο διάβολος είναι γνωστός για την αγριότητα του –γι’ αυτό και ενέπνευσε τους καρτουνίστες να φτιάξουν τον Ταζ.

Στην Τασμανία όπου ζει (ένα νησί νότια της Αυστραλίας) δεν έχει εχθρούς, πέρα από τον άνθρωπο. Έτσι μπορούμε να παρατηρήσουμε πόσο άγριος είναι μόνο όταν μοιράζεται το φαΐ με τους «συμπολίτες» του. Κάθε τους γεύμα μοιάζει με ταινία τρόμου.

Αυτή του η αγριότητα, καθώς και η δολοφονική του ανταγωνιστικότητα, ερμηνεύτηκε πρόσφατα.

Ο διάβολος της Τασμανίας είναι, όπως προείπαμε, μαρσιποφόρο. Αυτό σημαίνει ότι τα μικρά μεγαλώνουν και θηλάζουν μέσα στον μάρσιπο της μητέρας τους, μέχρι να μεγαλώσουν αρκετά για να μπορούν να τραφούν μόνα τους.

Όλα ωραία και καλά ως εδώ. Και τα καγκουρό μεγαλώνουν μέσα σε μάρσιπο. Υπάρχει όμως μια μεγάλη διαφορά.

Η θηλυκή διαβολίνα γεννάει 20-30 μικρά κάθε φορά. Όμως μέσα στο μάρσιπο υπάρχουν μόλις 4 θηλές!

Όπως καταλαβαίνετε η διαβολίνα δεν ασχολείται με την ανατροφή των παιδιών της και τους καλούς τους τρόπους. Δεν πρόκειται να πει: «Γιωργάκη, εσύ έφαγες το φαγητό σου, άσε και τον αδελφό σου να φάει τώρα.»

Τα μικρά, τυφλά και πεινασμένα, πρέπει να ανταγωνιστούν με τα υπόλοιπα αδέλφια τους για μία από τις 4 θηλές. Όποιος δεν είναι αρκετά δυνατός ή δεν διεκδικεί το μερτικό του απ’ τη ζωή… Απλά πεθαίνει.

Το πιο μακάβριο είναι ότι τα μικρά μέσα στο μάρσιπο επωφελούνται από τον θάνατο των αδελφών τους, για λίγες παραπάνω πρωτεΐνες.

Μέσα από το μάρσιπο θα βγουν 3 ή 4 μικρά. Τα πιο δυνατά, τα πιο άγρια, τα πιο αποφασισμένα. Αυτό, εξελικτικά, έχει τεράστια σημασία. Τα τέσσερα που θα επιβιώσουν θα είναι τα πιο ανταγωνιστικά. Οπότε και τα παιδιά τους θα κουβαλάνε τα γονίδια της ανταγωνιστικότητας.

Αν κάποιο γεννηθεί πιο ήρεμο, πιο «φιλειρηνικό», απλά δε θα προλάβει να βγει από τον μάρσιπο, οπότε δε θα μεταδώσει τα γονίδια της «φιλειρηνικότητας» στα παιδιά του –και στο είδος του.

Ο διάβολος της Τασμανίας θα μπορούσε να είναι το σύμβολο του ανεξέλεγκτου νεοφιλελευθερισμού, αν οι νεοφιλελεύθεροι είχαν το γνώθι σαυτόν.

Στη σύγχρονη οικονομία θα επιβιώσει μόνο όποια επιχείρηση καταφέρει να «φάει» τους ανταγωνιστές της. Δεν υπάρχουν κανόνες δεοντολογίας.

«Οι νόμοι γράφονται από τους νικητές», παραφράζοντας τον Αδόλφο.

Οι μικροί και αδύναμοι θα καταπατηθούν, ενώ οι μεγάλοι θα τραφούν από το γάλα της Μεγάλης Μητέρας, του Κράτους.

Οι νεοφιλεύθεροι παρουσιάζουν τον κανιβαλισμό ως επίτευγμα: Επιβιώνουν οι πιο ικανοί.

Όμως όποιος μπορεί να δει βλέπει.

Βλέπει ότι ικανότητα σημαίνει διαπλοκή συμφερόντων.

Σημαίνει δωροδοκία των ανωτέρων και απόλυτη αδιαφορία για όσους δεν κατέχουν θέσεις εξουσίας.

Σημαίνει εκφοβισμός και εκμετάλλευση των “μη-ικανών”.

Σημαίνει καταστρατήγηση κάθε δικαιώματος.

Σημαίνει εξόντωση των πολλών (των 26) για να απολαμβάνουν οι λίγοι (οι 4).

Και κοινωνιολογικά το παράδειγμα του διαβόλου της Τασμανίας μπορεί να μας πει πολλά.

Παρατηρήστε πως λειτουργεί το εκπαιδευτικό σύστημα. Τα παιδιά δε μαθαίνουν να συνεργάζονται και να βοηθάνε τους πιο αδύναμους. Ο σκοπός του σχολείου δεν είναι η κοινωνικοποίηση (ότι και να λένε οι εκπαιδευτικοί, οι ψυχολόγοι και οι υπουργοί), αλλά ο ατομικισμός.

Δεν προωθείται η συνεργασία και η αλληλεγγύη, αλλά ο ανταγωνισμός. Δεν κρίνονται ως τάξη, ως ομάδα, αλλά ως άτομα.

Αντί να αναπτύσσουν τις ιδιαίτερες ικανότητες τους μέσα από μια συνολική προσπάθεια και να επαινούνται για αυτό, διδάσκονται πως να πρωτεύουν –προσωπικά.

Ο καλός μαθητής οφείλει να κρύψει το γραπτό του για να μην αντιγράψει ο αδύναμος, αυτό είναι κάτι που το μαθαίνουμε από την πρώτη τάξη του σχολείου.

Αντί να μαθαίνουν να μοιράζονται, μαθαίνουν να επικρατούν, πάση θυσία –προσωπική και συλλογική.

Έτσι, όταν βγαίνουν από το μάρσιπο, δώδεκα χρόνια μετά, είναι έτοιμοι να κανιβαλίσουν. Γιατί ξέρουν ότι το μόνο που έχει σημασία είναι να είσαι νικητής. Χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς και δευτερογνωμίες.

Οι νικητές επιβιώνουν, οι χαμένοι τρώγονται.

Σαν ανθρώπινοι διάβολοι της Τασμανίας δείχνουν τα δόντια τους και τις προθέσεις τους πάνω από τα πτώματα.

Σαπροφάγοι και ανένδοτοι θα κληροδοτήσουν στα παιδιά τους τα γονίδια της επιθετικότητας. Για να επιβιώσουν κι εκείνα –κανιβαλίζοντας με τη σειρά τους.

Ήταν ο Μιλ που είχε πει ότι μόνο μέσα από μια ελεύθερη κοινωνία μπορεί να γεννηθεί ένας ελεύθερος άνθρωπος.

Θα μάθει να σκέφτεται, να σέβεται, να συνεργάζεται, να υποστηρίζει, να υπερασπίζεται.

Και φυσικά εκεί έρχεται η απαραίτητη αντίρρηση: Η κότα δεν έκανε το αυγό ή το αυγό δεν έκανε την κότα;

Την ελεύθερη κοινωνία θα την σχηματίσουν ελεύθεροι άνθρωποι. Και πως μπορεί να δημιουργηθεί μια τέτοια κοινωνία –η οποία θα γαλουχήσει τους ανθρώπους με ελευθερία- όταν δεν υπάρχει ελευθερία;

Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016

Μήνυση κατά των σύγχρονων εκπαιδευτικών συστημάτων...


Ο Άλμπερτ Αϊνστάιν είπε κάποτε: "Όλοι οι άνθρωποι είναι ιδιοφυΐες" αλλά αν κρίνεις ένα ψάρι από την ικανότητα του να σκαρφαλώσει σε ένα δέντρο, θα περάσει ολόκληρη τη ζωή του πιστεύοντας ότι είναι ηλίθιο.

Κάπως έτσι ξεκινάει το βίντεο του Price Ea (κανάλι youtube εδώ) στο οποίο "μηνύει" τα σύγχρονα εκπαιδευτικά συστήματα για την τάση ισοπέδωσης που επιδεικνύουν απέναντι στους μαθητές (και όχι μόνο)...

Το βίντεο (με ελληνικούς υπότιτλους) εδώ...



Συνεργασία, όχι Ανταγωνισμός...

Είναι, όντως



Κείμενο το Δημήτρη Ζεγγίνη (διαθέσιμο εδώ)

Η αξιολόγηση για το επίπεδο της εκπαίδευσης στην Ελλάδα από την PISA μάς έριξε ως συνήθως από τα σύννεφα. Μπορεί να κατηγορούμε οι ίδιοι τα σχολεία μας, αλλά όταν το κάνουν οι ξένοι δεν μας αρέσει. Όπως και πολλά άλλα που όταν μας τα λένε οι ξένοι δεν μας αρέσει. Η παιδεία είναι όμως το αιώνιο φετίχ του νεοέλληνα. Άλλωστε, όλα είναι θέμα παιδείας. Έτσι δεν λένε στα καφενεία της επικράτειας; Και φυσικά είναι θέμα του κράτους. Ο γονιός δεν έχει καμία ευθύνη. Αυτό στη θεωρία, γιατί στην πράξη το κράτος διά των εκπαιδευτικών του δεν ανέλαβε ποτέ την ευθύνη. Ή μήπως βολεύει όλους να μην αναλάβει την ευθύνη;

Υπάρχει μια μελέτη του ΙΟΒΕ του 2013 για τις δαπάνες εκπαίδευσης (ιδιωτικής και δημόσιας) στην Ελλάδα. Ένα στοιχείο είναι αποκαλυπτικό. Οι Έλληνες ξοδεύουν συγκριτικά περισσότερα χρήματα στην προσχολική και στην ανωτέρα/ανωτάτη εκπαίδευση. Στην πρωτοβάθμια και στη δευτεροβάθμια οι δαπάνες μειώνονται. Αυτό συμβαίνει σε όλες τις κοινωνικές κατηγορίες. Στα ανώτερα εισοδηματικά στρώματα η μείωση είναι μικρότερη και αυξάνεται στα μεσαία και περισσότερο στα χαμηλά. Αλλά παντού υπάρχει μείωση.

Με άλλα λόγια, ο Έλληνας ενδιαφέρεται περισσότερο για την προσχολική εκπαίδευση και την πανεπιστημιακή. Είναι ευεξήγητο για την πανεπιστημιακή, γιατί από αυτήν εξαρτάται η καριέρα του παιδιού. Δεν είναι τόσο ευεξήγητο για τον προσχολική. Αν το δούμε καλύτερα όμως, θα διαπιστώσουμε πως ο νέος γονιός ξοδεύει πολλά για το παιδί του όταν είναι στην προσχολική ηλικία. Από ρούχα, παιχνίδια κλπ. μέχρι παιδικούς σταθμούς και άλλες δραστηριότητες. Έχει την αγωνία να μη λείψει τίποτα στο παιδί του. Η αγορά αντιλαμβάνεται αυτή τη μεγάλη ζήτηση αγαθών και υπηρεσιών και γι’ αυτό αυξάνει τις τιμές.

Φαίνεται όμως από τη μελέτη πως ο Έλληνας γονιός, ιδίως των φτωχότερων και μεσαίων στρωμάτων, μειώνει δραστικά τις δαπάνες εκπαίδευσης στις βασικές ηλικίες της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας. Εκεί δηλαδή που το παιδί παίρνει τις βάσεις για τη μόρφωσή του και την ευρύτερη καλλιέργειά του. Ασυνείδητα έχει περάσει, και λόγω του συστήματος των πανελληνίων, πως όλα παίζονται για το μέλλον του παιδιού στα δύο τελευταία χρόνια του Λυκείου. Άρα, τότε πρέπει να φορτσάρει η οικογένεια. Τα υπόλοιπα χρόνια μικρή σημασία έχουν.

Φυσικά αυτό είναι λάθος, γιατί σε αυτές τις ηλικίες αποκτάται ο βασικός οπλισμός πάνω στον οποίο θα βασιστεί το οικοδόμημα της περαιτέρω εκπαίδευσης, αλλά και της συνολικής καλλιέργειας του ατόμου. Αυτή η πρακτική των Ελλήνων γονέων αντικατοπτρίζεται και στην αξιολόγηση της PISA. Το συνολικό επίπεδο των Ελλήνων μαθητών είναι χαμηλό. Άριστοι υπάρχουν και θα υπάρχουν πάντα. Αλλά το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, και θα έλεγα η ελληνική κοινωνία γενικότερα, δεν ενδιαφέρεται για τον μέτριο και τον κακό μαθητή. Αντιθέτως, τα καλά εκπαιδευτικά συστήματα ενδιαφέρονται πρωτίστως για τον μέτριο και τον κακό. Αυτούς προσπαθούν να ανεβάσουν, αφού ο καλός και ο άριστος έτσι κι αλλιώς θα προχωρήσουν. Σε αυτό το πλαίσιο, το εκπαιδευτικό σύστημα συμβάλλει στη διεθνή ανταγωνιστικότητα της κοινωνίας και της οικονομίας.

Γιατί όμως συμβαίνει αυτό στην Ελλάδα; Έχει να κάνει με τη γενικότερη αντίληψη του Έλληνα για την εκπαίδευση. Η εκπαίδευση στο δημοτικό και στο γυμνάσιο/λύκειο είναι κάτι που απλώς προετοιμάζει τον μαθητή για το πανεπιστήμιο και δι’ αυτού για την επαγγελματική αποκατάσταση. Μέσα από αυτό το λούκι της εκπαίδευσης κάποια στιγμή θα πιάσει δουλειά, κατά προτίμηση στο Δημόσιο ή σε δουλειές κατά κοινή ομολογία προσοδοφόρες — γιατρός, δικηγόρος, μηχανικός. Οι δεύτερες είναι για τους άριστους, οι πρώτες για τους μέτριους και για τους κακούς. Άρα δεν έχει σημασία τι ξέρουν πραγματικά οι μέτριοι και κακοί, αφού μια θέση στο Δημόσιο ή μια θέση χαμηλών προσόντων στον ιδιωτικό τομέα θα την πιάσουν — και ποιος νοιάζεται τι ξέρουν.

Μειώνοντας όμως συνεχώς τις προσδοκίες, μειώνονται και οι απαιτήσεις, άρα και η διαδικασία της μάθησης γίνεται μια ανούσια διεκπεραίωση χωρίς στόχους και μετρήσιμα αποτελέσματα. Θα έλεγα, χωρίς μεγάλη υπερβολή, πως δώδεκα χρόνια στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση το παιδί χάνει τον χρόνο του. Μαθαίνει, ή μάλλον παπαγαλίζει, τα απολύτως απαραίτητα για να μπει στο ελληνικό πανεπιστήμιο. Τίποτα περισσότερο. Έτσι, τα χρόνια της μεταπολίτευσης βγαίνουν από το εκπαιδευτικό σύστημα γενιές μαθητών που έχουν σοβαρές δυσκολίες να κατανοήσουν ένα κείμενο και ακόμα περισσότερο να κατανοήσουν ένα απλό επιστημονικό κείμενο. Υπάρχουν και γι’ αυτό διεθνείς μελέτες που το αποδεικνύουν, αλλά τι χρεία έχουμε αυτών; Αρκεί να παρατηρήσει κανείς την καθημερινότητα μιας δημόσιας ή ιδιωτικής υπηρεσίας στη χώρα μας για να δει το χαμηλό επίπεδο νοηματικής επεξεργασίας εννοιών, στοιχείων και δεδομένων των σύγχρονων Ελλήνων.

Ας επανέλθουμε όμως στο ερώτημα της πρώτης παραγράφου. Φαίνεται πως η κατάσταση βολεύει τους πάντες. Και το κράτος γιατί δεν νιώθει την ανάγκη να κάνει τίποτα ουσιαστικό για την παιδεία πέραν των αλλαγών στις πανελλήνιες εξετάσεις. Αυτό άλλωστε έχει σημασία για τον Έλληνα γονιό. Από την άλλη, ο γονιός βολεύεται να επαφίεται σε μια παιδεία ανούσια και χωρίς βάθος, αφού κανείς δεν χρειάζεται κάτι παραπάνω στη ζωή του. Ένα κουτσό, στραβό πτυχίο, ένα μεταπτυχιακό της συμφοράς, καμιά ξένη γλώσσα από την τηλεόραση και το internet και όλα καλά. Υπάρχουν και οι άριστοι βέβαια. Ναι, υπάρχουν, υπήρχαν και θα υπάρχουν πάντα. Αλλά αυτοί έτσι κι αλλιώς πάντα μόνοι τους πορεύονται.

Μόνοι μας, κράτος και κοινωνία, τα τελευταία σαράντα χρόνια αποφασίσαμε πως η εκπαίδευση δεν είναι μηχανισμός κοινωνικής εξέλιξης και ανόδου και το κάναμε πράξη. Στην εποχή των παχιών αγελάδων που το χρήμα ερχόταν από παντού, η κοινωνική ανέλιξη γινόταν με αυτό το χρήμα και η εκπαίδευση παρείλκε. Τώρα όμως στην κρίση βλέπουμε και βιώνουμε το σοβαρό έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της εκπαίδευση μας. Το οποίο αντικατοπτρίζεται στο έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και της κοινωνίας μας.

Ναι, όλα τελικά είναι θέμα παιδείας.

είναι, όντως...


Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2015

Οι μαθητές πιο πολύ παιδεύονται παρά εκπαιδεύονται


αντιγράφω από εδώ

Οι μαθητές μας παιδεύονται αλλά δεν εκπαιδεύονται 
δεν νιώθουν, ούτε βιώνουν τη μάθηση 
ελέγχονται αλλά δεν αυτοελέγχονται 
εκτελούν οδηγίες αλλά δεν αυτενεργούν 
πειθαρχούν αλλά δεν αυτοπειθαρχούν 
πληροφορούνται αλλά δεν μαθαίνουν 
αναπαράγουν αλλά δεν δημιουργούν 
γεμίζουν το μυαλό αλλά όχι τη ψυχή 
μετρώνται από όλους 
και αναμετρώνται μεταξύ τους ,χωρίς λόγο 
ιδρυματοποιούνται και ομογενοποιούνται 

Είναι αυτό παιδεία ή παιδεμός; 

Δεν χαίρονται στο μάθημα 
Όσοι από εσάς είστε εκπαιδευτικοί δοκιμάστε να κάνετε την εξής έρευνα μέσα στην τάξη σας : Ρωτήστε τους μαθητές σας α) να βαθμολογήσουν τη χαρά που παίρνουν κατά τη διάρκεια του μαθήματος και β)τι τους κάνει να χαίρονται στο μάθημα. Θα διαπιστώσετε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των μαθητών θα απαντήσει ότι νιώθει από καθόλου μέχρι ελάχιστη χαρά κατά τη διάρκεια των μαθημάτων(πολλά από αυτά θα σας πουν ότι μόνο στα διαλείμματα χαίρονται) και ότι αυτή η ελάχιστη χαρά συνήθως προέρχεται από έναν καλό βαθμό σε ένα διαγώνισμα ή από έναν έπαινο ενός καθηγητή. Και όταν οι σύγχρονες θεωρίες μάθησης έχουν καταλήξει ότι «μαθαίνουμε ότι μας προκαλεί συγκίνηση και ευχαρίστηση» τι άλλο μπορεί να σημαίνει αυτό πέρα από το ότι οι Έλληνες μαθητές ,στο σημερινό εκπαιδευτικό σύστημα, στην πραγματικότητα μαθαίνουν ελάχιστα πράγματα; Φυσικά όταν λέμε μάθηση δεν εννοούμε την παπαγαλία και την αυτοματοποιημένη αντίδραση σε εξετάσεις, αλλά κάτι πολύ πιο ουσιαστικό και βαθύ. 

Μετρώνται και αναμετρώνται 
Ας μην κρυβόμαστε, δεν ξέρουμε τι θα απέμενε στο ελληνικό σχολείο σαν κίνητρο μάθησης αν αφαιρούσαμε την σχολική απόδοση. Βαθμοί, βραβεία, αριστεία, έπαινοι, επιτυχία στις εξετάσεις, επιβράβευση από τους γονείς και κοινωνική αναγνώριση. Τα παιδιά διαρκώς μετρώνται από γονείς και εκπαιδευτικούς (αξιολόγηση) και ταυτόχρονα αναμετρώνται μεταξύ τους για την επίτευξη της καλύτερης βαθμολογίας. Έτσι μπολιάζονται στο κυνήγι του ατομικού κέρδους. Τέτοιου είδους κίνητρα βάλλουν εναντίον της πραγματικής μάθησης και ωρίμανσης και ας νομίζουμε το αντίθετο. Το ζητούμενο είναι τα εσωτερικά κίνητρα της μάθησης :η χαρά του να μαθαίνεις, η συγκίνηση ,η ανακάλυψη της γνώσης όπου το μάθημα μοιάζει με περιπέτεια και όχι με βαρετή και προκάτ διαδικασία. Ποια είναι αλήθεια η αγαπημένη ερώτηση του έλληνα γονέα κάθε μεσημέρι στο παιδί του όταν γυρίζει από το σχολείο; Είναι «πως τα πήγες σήμερα, γράψατε κανένα τεστ ;» ενώ θα έπρεπε να είναι «έμαθες κάτι ενδιαφέρον σήμερα στο σχολείο;» Δυστυχώς τα ελληνόπουλα κουβαλάνε δυσθεώρητο βάρος στους μικρούς τους ώμους : το άγχος και τα όνειρα ολόκληρης της οικογένειάς τους. Και πώς να πείσεις τους γονείς να το αλλάξουν αυτό όταν το έχουν τακτοποιήσει μέσα τους ως νοιάξιμο και θυσία για το παιδί τους. 

Φορτώνονται 
Στα γυμνάσια και λύκεια της χώρας οι εκπαιδευτικοί και οι μαθητές αναλώνονται σε ένα απίστευτο κυνηγητό προσπαθώντας να τα κάνουν όλα ταυτόχρονα. Ας πάρουμε για παράδειγμα την περίοδο Οκτωβρίου-Νοεμβρίου.Πρέπει να μπουν καμία δεκαπενταριά διαγωνίσματα σε κάθε τμήμα ,χώρια τα τεστ. Χώρια η προφορική εξέταση μαθητών. Χώρια η υποχρεωτική επανάληψη πριν από κάθε διαγώνισμα. Πρέπει να γίνουν πρόβες για τις σχολικές εορτές της 28ης Οκτωβρίου και της 17ης Νοέμβρη. Πρέπει να γίνουν πρόβες βήματος για την παρέλαση. Καταλαβαίνει κανείς τι συμβαίνει όταν οι ώρες των προβών συμπέσουν με τις ώρες των διαγωνισμάτων. Πρέπει να πάμε περιπάτους και εκπαιδευτικές εκδρομές. ‘Έχουμε και τις μέρες του σχολικού αθλητισμού και της διαφορετικότητας. Επίσης πρέπει να εκλεγούν τα πενταμελή συμβούλια των τμημάτων και το δεκαπενταμελές συμβούλιο του σχολείου. Και μέσα σε όλα αυτά πρέπει να τρέξει και η ύλη η οποία δεν βγαίνει με τίποτα. Και πρέπει φυσικά το σχολείο να ανταγωνιστεί και το φροντιστήριο. «Λίθοι, πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένα». Ενώ συμβαίνουν αυτά τα απίθανα σε ποσότητα πράγματα στο ελληνικό σχολείο η ποιότητα όπως είναι φυσικό χάνεται. Επιμένουμε σε ένα άκρως εξεταστικό-κεντρικό σύστημα όταν στις πιο εκπαιδευτικά προηγμένες χώρες τα διαγωνίσματα απαγορεύονται γιατί υπονομεύουν την ομαλή ένταξη του παιδιού στην ομάδα και την κοινή προσπάθεια (Σουηδία, Φινλανδία). Είναι επιτακτική ανάγκη να αφαιρεθούν κάποιες δραστηριότητες που βασανίζουν τους μαθητές χωρίς να τους προσφέρουν κανέναν παιδαγωγικό κέρδος (ειδικά η ελάττωση της ύλης και των διαγωνισμάτων είναι απαραίτητο να γίνουν άμεσα) και να αντικατασταθούν από άλλες δραστηριότητες που τους προσφέρουν ουσία. Ας ταράξουμε καλύτερα τα παιδιά με μαθήματα που έχουν να κάνουν με τις τέχνες, με τον πολιτισμό, με τον ανθρωπισμό που προάγουν τις αξίες, που ομορφαίνουν την ψυχή και γαληνεύουν το νου και που τα βοηθούν να εκφραστούν. Είναι άραγε τυχαίο ότι στα καλλιτεχνικά και μουσικά σχολεία δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου σχολική βία και σχολικός εκφοβισμός; 

Δεν μαθαίνουν, πληροφορούνται 
Το εκπαιδευτικό μας σύστημα πάσχει από γνωσιοκεντρισμό. Όσο περισσότερο προσπαθούμε να στοιβάξουμε το μυαλό των μαθητών με γνώσεις τόσο μένουν οι καρδιές τους άδειες. Ο όρος «κοινωνία της πληροφορίας» που τόσο έχει χρησιμοποιηθεί τα τελευταία χρόνια αποδείχθηκε κενός περιεχομένου. Οι καθηγητές οφείλουν να βάζουν τις ειδικότητές τους σε δεύτερη μοίρα και σε πρώτη μοίρα να νιώθουν δάσκαλοι. Ο στόχος δεν πρέπει να είναι η μεταφορά γνώσης του αντικειμένου τους στα παιδιά αλλά με πρόφαση το αντικείμενο, να τα βοηθήσουν να εμπλακούν συναισθηματικά ώστε να βιώσουν τη γνώση και να την υποδεχτούν θετικά. Αυτό που αρνούμαστε να καταλάβουμε είναι ότι η μάθηση δεν είναι παθητική διαδικασία αλλά ότι είναι μια συνειδητή επιλογή των μαθητών βασισμένη στην επιθυμία τους. Εδώ ισχύει η εξίσωση (Μάθηση = συναίσθημα + βίωμα). Τελικά τα παιδιά μαθαίνουν ότι εκείνα θέλουν και γι’ αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία να θέλουν. Το όχημα της μάθησης είναι η προσωπική σχέση του εκπαιδευτικού με τον μαθητή και του μαθητή με τους συμμαθητές του. Εκεί αξίζει να εστιάσουμε, στις προσωπικές σχέσεις. 

Δεν αυτοπειθαρχούν, πειθαρχούν από φόβο 
Όλες σχεδόν οι παιδαγωγικές επιστήμες θεωρούν ότι τα όρια είναι απαραίτητα για την ωρίμανση των μαθητών. Όμως καθώς η ωρίμανση αυτή εξελίσσεται τα όρια πρέπει να αναπροσαρμόζονται. Στις πολύ μικρές ηλικίες τα όρια μπαίνουν από τους γονείς και τους δασκάλους αλλά όσο μεγαλώνουν τα παιδιά τα όρια πρέπει να έχουν την τάση να μπαίνουν από τα ίδια τα παιδιά και όχι να ορίζονται από τρίτους. Αυτό δυστυχώς δεν συμβαίνει στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Το αποτέλεσμα είναι τα μεγάλα παιδιά να πιέζονται από τα ασφυκτικά όρια που προορίζονται κανονικά για μικρότερα παιδιά. Έχουμε αλήθεια αναρωτηθεί ποτέ αν πολλές από τις αρνητικές συμπεριφοράς των παιδιών οφείλονται στα πολύ ασφυκτικά όρια που τους έχουμε θέσει; Είναι πολύ σημαντικό την ώρα που εμείς οι εκπαιδευτικοί απαιτούμε από τα παιδιά να μην παραβαίνουν τα όρια να σκεφτούμε μήπως εμείς πρώτοι έχουμε παραβιάσει τα όρια των παιδιών. Οι περισσότεροι έλληνες εκπαιδευτικοί έχουν την τάση να επιβάλλουν την απόλυτη πειθαρχία και ησυχία στην τάξη τους. Οι τάξεις «νεκροταφεία» είναι αποτέλεσμα του φόβου που νιώθουν οι μαθητές για την παραβίαση των ορίων που έχει θέσει ο εκπαιδευτικός ο οποίος με τη σειρά του τρέμει όσο τίποτα άλλο το μη χάσει τον έλεγχο της τάξης του. Δηλαδή ο εκπαιδευτικός φοβάται τα παιδιά και τα παιδιά τον εκπαιδευτικό .Εδώ ισχύει το «Φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό τον Γιάννη». Το πρόβλημα είναι ότι οι μαθητές δεν έχουν μάθει την αυτοπειθαρχία αλλά την επιβαλλόμενη πειθαρχία. Και η επιβαλλόμενη πειθαρχία σίγουρα δεν είναι η ιδανική συνθήκη για το απαραίτητο «παιδαγωγικό πλησίασμα» και αναπτύσσει στα παιδιά αντιδραστικές τάσεις απέναντι στις σχολικές νόρμες. 

Δεν αυτοελέγχονται και δεν αυτενεργούν 
 Οι έλληνες μαθητές παρουσιάζουν, στην πλειοψηφία, τους έλλειμμα αυτοελέγχου. Ας αναφέρουμε παραδείγματα καταστάσεων που απαιτούν αυτοέλεγχο:1) είναι κακοί ακροατές και θεατές. Δεν μπορούν να επιβληθούν εύκολα στον εαυτό τους για να παρακολουθήσουν π.χ μια ομιλία ή μια θεατρική παράσταση.2) Τους είναι πολύ δύσκολο να διαχειριστούν την ίδια τους την χαρά. Η χαρά τους μεταφράζεται αμέσως σε μια μη δημιουργική υπερένταση και μια κατάσταση εκτός ελέγχου.3) Εκεί που δυσκολεύονται περισσότερο είναι στη διαχείριση της ελευθερίας τους. Τότε αρχικά σαστίζουν, βραχυκυκλώνουν και τελικά φτάνουν στο σημείο να ζητήσουν από τον εκπαιδευτικό να τους πει τι να κάνουν, στην ουσία προσκαλώντας τον να τους απαλλάξει από την βασανιστική ελευθερία που τους είχε παραχωρήσει. Τα παιδιά έχουν μάθει να λειτουργούν μέσα στο πλαίσιο της τάξης τους και να ακολουθούν τις εντολές. Όταν καλούνται εκείνα να αυτενεργήσουν και να αναλάβουν την ευθύνη του εαυτού τους ,αποσυντονίζονται και νιώθουν «ψάρια έξω από τα νερά τους». Ένα είδος ιδρυματισμού δηλαδή. 

Ομογενοποιούνται 
Το σχολείο θα όφειλε να ανιχνεύει και να αναδεικνύει τη μοναδικότητα του κάθε παιδιού. Τις ιδιαίτερες κλίσεις του, τα ταλέντα του, τα ενδιαφέροντα και τις ικανότητές του. Όμως στη χώρα μας συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Σκοπός είναι η ομογενοποίηση και η εξάλειψη οποιασδήποτε μορφής διαφορετικότητας. Το σχολείο λειτουργεί σαν μια μηχανή του κιμά που όλα τα μετατρέπει σε ένα εύπλαστο και ομογενές υλικό. Αν ρωτήσουμε τους ίδιους τους μαθητές ποιος είναι ο σκοπός που πάνε σχολείο σχεδόν όλοι θα μας απαντήσουν το ίδιο: «για να γίνω καλός μαθητής και καλός και χρήσιμος άνθρωπος στην κοινωνία». Κανένας τους δεν θα μας πει «για να ανακαλύψω ποιος είμαι και να βελτιώσω αυτό που είμαι». Οφείλουμε όμως να γνωρίζουμε ότι ένα σχολείο που δεν επιδιώκει την ανθρώπινη ποικιλομορφία μετατρέπεται μοιραία σε εξουσιαστικό και γραφειοκρατικό μηχανισμό. 

γράφτηκε από το Δημήτρη Τσιριγώτη. (Φυσικό)

Τρίτη 23 Ιουνίου 2015

Πριν κάνεις Μηχανογραφικό δες τον Οδηγό σπουδών Πληροφορικής


Πανελλαδικές (επιτέλους) τέλος...

Όπου να ναι βγαίνουν οι βαθμοί οπότε η μόνη εκκρεμότητα που μένει για να ξεκινήσετε τις βουτιές είναι η συμπλήρωση του Μηχανογραφικού σας.

Πριν πιάσετε μολύβι για να συμπληρώσετε στο Μηχανογραφικό σας τη σειρά προτίμησης ρίξτε μια ματιά στον εξαιρετικό Οδηγό Σπουδών Πληροφορικής της Ένωσης Πληροφορικών Ελλάδας (ΕΠΕ).

Ο Οδηγός Σπουδών απαντάει (με επιστημονικό και απόλυτα αντικειμενικό τρόπο) στην βασική ερώτηση που απασχολεί τους μαθητές αυτό το διάστημα: "Ποιά σχολή (Πληροφορικής) να βάλω πρώτα;". Για να το κάνει αυτό (ο οδηγός) αξιολογεί και συγκρίνει τα προγραμματα σπουδών των τμημάτων Πληροφορικής. Ειδικότερα:
  1. Παρέχει γενικές πληροφορίες για τα κύρια αντικέιμενα της επιστήμης της πληροφορικής
  2. Αξιολογεί τα προγράμματα Σπουδών Πληροφορικής των τμημάτων των ΑΕΙ και των ΤΕΙ
Τα κριτήρια αξιολόγησης περιγράφονται εδώ.


Κυριακή 31 Μαΐου 2015

Πώς μαθαίνουν οι Ιάπωνες μαθητές να σέβονται το σχολείο τους.



Το υποχρεωτικό μάθημα Soji No Jikan

Στην Ιαπωνία υπάρχει ένα μάθημα που όλα τα παιδιά Δημοτικών και Γυμνασίων είναι υποχρεωμένα να παρακολουθήσουν: το Soji No Jikan. Το Soji No Jikan δηλ. “Η ώρα της καθαριότητας“, είναι ένα διάστημα 15 λεπτών στο οποίο οι μαθητές καθαρίζουν τις αίθουσες διδασκαλίας. Και να πώς έχει το πρόγαμμα: αφού οι μαθητές φάνε το γεύμα τους, έχουν 30 λεπτά ελεύθερα για να παίξουν. Όταν τελειώσει αυτός ο χρόνος ακούγεται μία συγκεκριμένη μουσική από τα μεγάφωνα του σχολείου και όλα τα παιδιά αναγνωρίζουν ότι ξεκινά ο χρόνος του Soji No Jikan, συνήθως 1:30 – 1:45 μ.μ.



Τρίτη 17 Ιουνίου 2014

Future Learning - Πως θα ναι η μάθηση στο μέλλον...


Ένα εκπληκτικό βίντεο (δυστυχώς στα αγγλικά) σχετικά με τίτλο "Future Learning".

Κι ενώ στην αρχή ξεκίνησα να καταγράφω τις φράσεις που μου κάναν εντύπωση στη συνέχεια κατάλαβα ότι θα ήταν τόσες πολλές που το σταμάτησα.

Αξίζει πραγματικά να το δείτε...





Τρίτη 3 Ιουνίου 2014

Μία έρευνα σχετικά με την "ελεύθερη επιλογή σχολείου"...


Το μεγαλούτσικο άρθρο που ακολουθεί (διαβάστε το καθιστοί ;-)) περιγράφει τις συνέπειες της απόπειρας εφαρμογής του μέτρου της "ελεύθερης επιλογής σχολείου" στις Αγγλοσαξονικές χώρεςμε βάση την κατάταξη των σχολείων, που προέκυψε μετά από την αξιολόγηση τους (αξιολόγηση; χμ, σαν κάτι να μου θυμίζει αυτό...)

κάντε ένα κουράγιο και διαβάστε το... 

του Κώστα Θεριανού και του Νίκου Φωτόπολου, (εισήγηση στο Τρίτο Τακτικό Συνέδριο Ελληνικής Κοινωνιολογικής Εταιρείας)

Η επιλογή σχολείου από τους γονείς (parental choice) αποτέλεσε και συνεχίζει να αποτελεί το βασικό εργαλείο για τη μετατροπή του σχολείου από δημόσιο και καθολικό αγαθό σε υπηρεσία που υπάγεται εξ ολοκλήρου στην ηγεμονία της αγοράς. Οι μεταρρυθμίσεις στις Η.Π.Α. και την Αγγλία, οι οποίες ήταν οι κυριότερες και οι πιο αντιπροσωπευτικές στο ζήτημα της εισαγωγής της επιλογής σχολείου, έχουν μελετηθεί επαρκώς από διάφορες οπτικές γωνίες και θεματικές. Έρευνες από την σκοπιά της αποτελεσματικότητας του σχολείου έχουν δείξει ότι οι επιδόσεις των μαθητών που μετακινήθηκαν από το σχολείο της γειτονιάς τους δεν βελτιώθηκαν θεαματικά. 

Έρευνες από την σκοπιά της κοινωνιολογίας της εκπαίδευσης έχουν δείξει ότι ακόμη και μετά την αλλαγή του σχολικού περιβάλλοντος το μορφωτικό κεφάλαιο της οικογένειας παρέμεινε ο ισχυρότερος επικαθοριστικός παράγοντας της επίδοσης του μαθητή.

Ορισμένες έρευνες όμως είχαν και ένα απροσδόκητο εύρημα που σχηματικά αποκλήθηκε από τους ερευνητές “the frog pond effect”: ορισμένοι από τους μαθητές που κατάγονταν από τα λαϊκά στρώματα και ήταν αριστούχοι στα σχολεία της γειτονιάς τους, έχασαν τα πρωτεία στα σχολεία που μετακινήθηκαν. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την πτώση της αυτοεκτίμησης τους και τη δραματική μείωση της επίδοσης τους.

Στην Ελλάδα, πέρα από την επιλογή της ιδιωτικής εκπαίδευσης από τα παραδοσιακά εύπορα κοινωνικά στρώματα, το πρόσφατο νομοθετικό πλαίσιο μέσα από τις ρυθμίσεις για πειραματικά σχολεία επιχειρεί να εισάγει στοιχεία επιλογής σχολείου.

Στην εργασία μας αυτή θα επιχειρήσουμε:
  • την ανάλυση και ερμηνεία των στρατηγικών που οι κοινωνικές τάξεις ακολουθούν στην επιλογή σχολείου
  • τη διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο διαμορφώνονται οι «στρατηγικές επιλογής σχολείου» στο πλαίσιο της σύγχρονης κοινωνικής διαστρωμάτωσης
  • την ανάλυση όψεων του ιδεολογικού και πολιτικού υπόβαθρου πάνω στο οποίο εδράζεται το ιδεολόγημα της «ελεύθερης» επιλογής σχολείου.

1. Η επιλογή σχολείου ως μέτρο εκπαιδευτικής πολιτικής

Ένα από τα κεντρικά μέτρα του νεοφιλελευθερισμού στο χώρο της εκπαιδευτικής πολιτικής είναι η ελεύθερη επιλογή σχολείου από τους μαθητές και τους γονείς τους (parental choice). Στη νεοφιλελεύθερη συλλογιστική, μαθητές και γονείς θεωρούνται εκλαμβάνονται ως «χρήστες» ή «καταναλωτές» εκπαιδευτικών υπηρεσιών οι οποίες προσφέρονται και ζητούνται ελεύθερα στην εκπαιδευτική αγορά. Κατά συνέπεια, η δυνατότητά τους να επιλέξουν τον «πάροχο» της εκπαιδευτικής υπηρεσίας, θεωρητικά αποτελεί ένα μέτρο το οποίο διασφαλίζει:
  • το δικαίωμα στην ελεύθερη επιλογή μέσα από τη χρήση των κουπονιών (vouchers)εκπαίδευσης
  • τη βελτίωση των σχολείων, καθώς ανταγωνιζόμενα μεταξύ τους για την προσέλκυση όλο και περισσότερων «καταναλωτών», συμμετέχουν σε ένα αγώνα δρόμου διεκδίκησης μαθητών, γεγονός που συμβάλει στη βελτίωση των εκπαιδευτικών υπηρεσιών που προσφέρουν[1]
  • τη δυνατότητα ενός παιδιού από μια υποβαθμισμένη γειτονιά να μετακινηθεί σε ένα δημόσιο σχολείο μιας καλύτερης γειτονιάς ή σε ένα καλύτερο δημόσιο σχολείο από αυτό της γειτονιάς του, προκειμένου να κερδίσει τόσο από την ποιότητα της διδασκαλίας όσο και από τη φοίτηση μέσα σε ένα θετικό και αποτελεσματικό σχολικό περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από κουλτούρα «θετικής στάσης απέναντι στο σχολείο» και κλίμα «σχολικής επιτυχίας».
Προκειμένου λοιπόν να δούμε τα πράγματα στην πιο ρεαλιστική τους διάθεση και σε επίπεδο εφαρμοσμένης εκπαιδευτικής πολιτικής, η επιλογή σχολείου σε συνδυασμό με την αξιολόγηση και την αποκέντρωση είναι τα μέτρα που αποτελούν μόνιμες σταθερές όλων σχεδόν των πρόσφατων μεταρρυθμίσεων της εκπαιδευτικής πολιτικής σε πολλές αναπτυγμένες χώρες. Πιο συγκεκριμένα, οι χώρες στις οποίες έγιναν μεταρρυθμίσεις σε αυτήν την κατεύθυνση είναι η Αγγλία, η Ουαλία, οι Η.Π.Α., η Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία και η Σουηδία. Είναι σαφές ότι η εκπαιδευτική πολιτική της κάθε χώρας έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες και παραμέτρους, των οποίων η αναλυτική παρουσίαση ξεφεύγει από τα πλαίσια αυτού του άρθρου.

Παρόλα αυτά ενδεικτικά αναφέρουμε ότι η χρηματοδοτική αποκέντρωση στην Αγγλία και την Ουαλία έχει σχεδόν ολοκληρωθεί και το κάθε σχολείο αναζητά πόρους για τη λειτουργία του πέραν των επιχορηγήσεων που δίνουν οι Δήμοι (LEA – Local Education Authorities). Στη Νέα Ζηλανδία η χρηματοδοτική αποκέντρωση έχει νομοθετηθεί και βρίσκεται στα πρώτα βήματα της πρακτικής εφαρμογής της με την τέως υπουργό παιδείας Maris O’ Rourke να θεωρεί ότι η εκπαίδευση είναι «θέμα χρήστη» για αυτό και η χρηματοδότηση των σχολείων πρέπει να είναι εξατομικευμένη. Επιπροσθέτως, στις Η.Π.Α., η νεοφιλελεύθερη μεταρρύθμιση έχει ήδη ωριμάσει και μετά την οργάνωση και λειτουργία του δημόσιου σχολείου με ιδιωτικά οικονομικά κριτήρια έχουν εμφανισθεί νέες μορφές αποκέντρωσης/ ιδιωτικοποίησης της εκπαίδευσης, όπως τα ανάδοχα σχολεία (charter schools).

Σε κάθε περίπτωση, κοινός τόπος των παραπάνω μεταρρυθμίσεων είναι η αναδιανομή της εξουσίας ανάμεσα στο κράτος, την τοπική αυτοδιοίκηση, τα σχολεία και τους γονείς μέσω της δημιουργίας μιας «εκπαιδευτικής αγοράς» και τη μετάλλαξη του ρόλου της εκπαίδευσης από δημόσια πολιτική σε ιδιωτική μέριμνα και ατομική υπόθεση. Ειδικότερα όμως, ο όρος «εκπαιδευτική αγορά» με την κλασική έννοια του όρου περιλαμβάνει το χώρο και τα μέσα όπου διασταυρώνονται οι δυνάμεις της προσφοράς και της ζήτησης και οι εταίροι της συναλλαγής προσπαθούν να αποκομίσουν το μεγαλύτερο κόστος με το μικρότερο όφελος, σύμφωνα με την βασική οικονομική αρχή της νεοκλασικής μικροοικονομικής προσέγγισης. Ταυτόχρονα, όμως, οι όποιες ανταλλακτικές τους πράξεις υπάγονται σε σχέσεις άνισης δύναμης που προκύπτει από τη διαφορετική κοινωνική τους θέση ή από τις καταστάσεις της συναλλαγής (Abercrombie – Hill – Turner, 1991:1).

Η παραγνώριση αυτών των άνισων σχέσεων δύναμης που συμπυκνώνονται στην ανταλλαγή οδηγεί σε μια απρόσωπη και φετιχιστική σχέση η οποία αποτελεί ουσιαστικά το θεμέλιο λίθο αυτού που αποκαλούμε «φονταμενταλισμό της αγοράς» (Zafirovski, 2007: 2775). Όμως, επειδή η εκπαιδευτική διαδικασία, ιδιαίτερα στις πρώτες βαθμίδες, καθορίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό από την κρατική παρέμβαση στην πραγματικότητα η εκπαιδευτική αγορά είναι μια «οιονεί αγορά» (quasi-market) (LeGrand and Barlett, 1993). Αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα είναι η εξατομίκευση της χρηματοδότησης των σχολείων, τα οποία καλούνται να προσελκύσουν γονείς που θα τα επιλέξουν για να φοιτήσουν τα παιδιά τους. Όμως, το πρόγραμμα των σχολείων, ο τρόπος αξιολόγησης μαθητών και εκπαιδευτικών, οι μέθοδοι διδασκαλίας καθορίζονται από το κράτος. Τελικά, αυτό που μένει στην νεοφιλελεύθερη παρέμβαση στην εκπαίδευση είναι η επιλογή σχολείου από τους γονείς, χωρίς την παρεμβολή κάποιων χωροταξικών σχεδίων με βάση τα οποία το παιδί τους θα εγγραφεί με κριτήριο την διεύθυνση της κατοικίας του σε συγκεκριμένο σχολείο (Levacic, 1995: 167· &. Whitty, Power and Halpin, 1998).

Υπό αυτή την έννοια, ο όρος ιδιωτικοποίηση (privatization) της εκπαίδευσης δεν περιγράφει στην ακρίβεια του το φαινόμενο της εισόδου αγοραίων λογικών και πρακτικών στη δημόσια εκπαίδευση. Όπως παρατηρεί και οChitty (1992: 5) ο όρος ιδιωτικοποίηση στην οικονομία χρησιμοποιείται προκειμένου να περιγράψει την απόδοση στον ιδιωτικό τομέα διαφόρων επιχειρήσεων όπως οι σιδηρόδρομοι, οι τηλεπικοινωνίες, η παραγωγή και διανομή ηλεκτρικής ενέργειας, νερού, φωταερίου, οι υπηρεσίες αποχέτευσης. Στην περίπτωση του εκπαιδευτικού συστήματος δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Δεν έχουμε το φαινόμενο της παραχώρησης σχολικών μονάδων σε ιδιώτες. Αυτό που αλλάζει είναι ο τρόπος χρηματοδότησης των δημόσιων σχολείων, τα οποία χρηματοδοτούνται ανάλογα με τον αριθμό των μαθητών που τα επιλέγουν.

Η Margaret Thatcher που εφάρμοσε την ιδέα των κουπονιών (vouchers) στο Ηνωμένο Βασίλειο περιγράφει ανάγλυφα αυτή την πολιτική στα πολιτικά της απομνημονεύματα: «Εισαγάγαμε την ανοικτή εγγραφή, η οποία επέτρεψε στα δημοφιλή σχολεία να αναπτυχθούν. Η ανοικτή εγγραφή διεύρυνε τις επιλογές των γονιών και εμπόδισε τις τοπικές αρχές να θέτουν όρια στην ανάπτυξη των καλών σχολείων προκειμένου να κρατήσουν αποτυχημένα σχολεία ανοικτά. Ουσιώδες στοιχείο της μεταρρύθμισής μας ήταν η χρηματοδότηση του σχολείου ανά μαθητή, δηλαδή τα χρήματα που διέθετε το κράτος σε κάθε μαθητή τον ακολουθούσαν όποιο σχολείο και αν επέλεγε να παρακολουθήσει. Με αυτό τον τρόπο, οι γονείς ψήφιζαν ανάλογα με το σχολείο που επέλεγαν για το ποιο σχολείο είναι καλό. Το καλό σχολείο κέρδιζε μαθητές. Το κακό σχολείο θα έπρεπε ή να βελτιωθεί ή να κλείσει. Έτσι, προχωρήσαμε σε μια δημόσια μορφή εκπαιδευτικού κουπονιού» (Thatcher 1993: 591)

Όπως γίνεται κατανοητό, η υπαγωγή του σχολείου στην ηγεμονία της λογικής και των πρακτικών της αγοράς έχει πολιτικές προεκτάσεις. Η κοινωνία των πολιτών μετατρέπεται σε κοινωνία καταναλωτών υπό την κυριαρχία μιας κοσμοαντίληψης όπου ο κόσμος ταυτίζεται με ένα αχανές supermarket. Μέσα σε αυτό τοsupermarket οι διεκδικήσεις αλλά και οι προσδοκίες των πολιτών για ένα αποτελεσματικότερο και καλύτερο κράτος πρόνοιας αντικαθίσταται από την καταναλωτική επιλογή στην οποία ρευστοποιούνται οι λειτουργίες των συνδικάτων και των πολιτικών κομμάτων. Στο πλαίσιο της αντίληψης αυτής, ο όρος «λαός» αντικαθίσταται από μια γενικόλογη, και πολιτικά άχρωμη έννοια «πολίτες», στη βάση μιας ατομιστικής προσέγγισης των δικαιωμάτων του πολίτη η οποία, εκτός του ότι υπονομεύει την έννοια της κοινότητας, αποκρύπτει συνειδητά τους διαχωρισμούς, τις ανισότητες και τις διακρίσεις που η κυρίαρχη κοινωνική ιεράρχηση διαμορφώνει με βάση τους ισχύοντες συσχετισμούς των πολιτικών δυνάμεων.

Αναμφίβολα λοιπόν, ο αφηρημένος ιδεότυπος του «πολίτη» μέσα σε αυτόν τον κυρίαρχα πολιτικό λόγο, απομονώνεται από τους συμπολίτες του, δρα σε ανταγωνισμό μαζί τους και εμφανίζεται να «δικαιούται» αγαθά και υπηρεσίες που οι άλλοι με τις πράξεις του, είτε τού τα στερούν, είτε τον εμποδίζουν να τα οικειοποιηθεί και να τα απολαύσει. Έτσι για παράδειγμα οι απεργοί εκπαιδευτικοί στερούν το δικαίωμα της εκπαίδευσης από τους άλλους πολίτες, οι νόμοι ρυθμίζουν τη ροή και την κατανομή των μαθητικών εγγραφών στερούν το δικαίωμα της επιλογής σχολείου κ.ο.κ


2. Η επιλογή σχολείου διασφαλίζει την ποιότητα της εκπαίδευσης;

Σε επίπεδο «κοινής» λογικής, κλίμα πολιτικής ρητορικής εντυπωσιασμού, καθώς και αφηρημένων νοητικών συλλογισμών η νεοφιλελεύθερη λογική της επιλογής σχολείου αρχικά τουλάχιστον κέρδισε οπαδούς. Στην πρακτική της εφαρμογή όμως, φάνηκε ότι οι πραγματικές κοινωνικές καταστάσεις διαφέρουν από τα ιδεατά υποθετικά σχήματα. Ο Wallford (2001) επισημαίνει ότι στην πράξη φάνηκε πολύ σύντομα ότι η αγορά μέσω των λειτουργιών της προσφοράς και της ζήτησης δεν μπορούσε να διασφαλίσει με αποτελεσματικότητα και σιγουριά την άνοδο της ποιότητας της εκπαίδευσης. Κι αυτό γιατί η επιλογή σχολείου δεν είναι το ίδιο με την επιλογή ξενοδοχείου ή μάρκας καφέ στο supermarket.

Αν κάποιος επιλέξει ξενοδοχείο και δεν μείνει ικανοποιημένος από τις υπηρεσίες μπορεί την επόμενη ημέρα να πάει σε άλλο. Αν δεν του αρέσει ο καφές μπορεί να αλλάξει μάρκα ή καφενείο. Όμως, αν κάποιος διαλέξει σχολείο και δεν μείνει ικανοποιημένος από την ποιότητα των σπουδών, δεν είναι εύκολο στη μέση της σχολικής χρονιάς να μετακινηθεί σε άλλο ή να αλλάξει με την ίδια ευκολία σχολικό περιβάλλον το οποίο περιλαμβάνει ένα ολόκληρο σύστημα ανθρωπίνων σχέσεων.

Επίσης, η ποιότητα της εκπαιδευτικής υπηρεσίας δεν είναι κάτι που γίνεται άμεσα αντιληπτό ούτε εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από το φορέα που τη χορηγεί. Εξαρτάται, ίσως σε μεγαλύτερο βαθμό, και από το μαθητή που «καταναλώνει» αυτές τις υπηρεσίες, από τη θέληση του, τη στάση του απέναντι στη γνώση, τις ικανότητές του, το μορφωτικό κεφάλαιο της οικογένειας του, το γνωστικό του υπόβαθρο, το «ατομικό φίλτρο» που διαθέτει η προσωπικότητά του.

Άλλωστε, και πέρα από την εκπαίδευση οι εγγυήσεις στην ποιότητα των υπηρεσιών που μπορεί να παρέχει μια επώνυμη επιχείρηση, οποιασδήποτε μορφής, είναι εκ των πραγμάτων περιορισμένες. Η επώνυμη επιχείρηση εγγυάται καλό επίπεδο υπηρεσιών. Ένα καλό ξενοδοχείο ή ένα καλό τουριστικό γραφείο μπορεί να εγγυηθεί την καλή ποιότητα του φαγητού, τον κλιματισμό, την καθαριότητα του δωματίου. Δεν μπορεί να εγγυηθεί τον καιρό και την ανυπαρξία ατυχημάτων που ενδεχομένως να καταστρέψουν το ταξίδι.

Δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι ο τουρίστας θα περάσει όμορφες στιγμές με την παρέα του, θα βρει ερωτικό σύντροφο, δεν θα τσακωθεί με τους φίλους του και δεν θα χωρίσει με τη σύζυγο του. Ανάλογα λοιπόν, το επώνυμο σχολείο μπορεί να εγγυηθεί τον καλό εξοπλισμό των αιθουσών και τους έμπειρους εκπαιδευτικούς, όχι όμως το ζήλο του μαθητή για μάθηση, τις ικανότητες του ή την ποιότητα των σχέσεων που θα έχει με τους συμμαθητές του, τα βιώματα που θα προκύψουν από αυτές, ότι δε θα έχει προβλήματα με τους συνομηλίκους του ή ότι δε θα υποστεί ερωτική απογοήτευση στη διάρκεια της φοίτησης κ.ο.κ Παράγοντες αστάθμητοι που όμως όσοι έχουν μπει σε σχολική τάξη ξέρουν ότι επηρεάζουν άμεσα την επίδοση του μαθητή.

Οι μεταρρυθμίσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις Η.Π.Α. προσφέρουν ένα σημαντικό εμπειρικό υλικό που έχει διερευνηθεί ενδελεχώς και το οποίο μπορεί σήμερα, αρκετά χρόνια μετά την πρώτη εφαρμογή αυτών των μεταρρυθμίσεων, να δείξει με σαφήνεια αν η νεοφιλελεύθερη ρητορική επαληθεύτηκε. Οι Ball and Youdell (2011) σε μια πρόσφατη εργασία τους συνόψισαν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές σε μια σειρά από χώρες. Κοινό αποτέλεσμα αυτών των πολιτικών δεν ήταν η βελτίωση της εκπαίδευσης μέσω του ανταγωνισμού των σχολείων. Ήταν η απορρύθμιση της εκπαίδευσης ως δημόσιου αγαθού και η τραγική αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων στην εκπαίδευση.

Όμως, πέρα από την εξέταση του κατά πόσο συρρικνώθηκαν ή όχι οι δημόσιες εκπαιδευτικές υπηρεσίες – κάτι που όχι μόνο δεν ενδιαφέρει αλλά αντίθετα αποτελεί και στόχο της νεοφιλελεύθερης πολιτικής – έχει ιδιαίτερη σημασία να εξετάσουμε την νεοφιλελεύθερη πολιτική της επιλογής σχολείου και της συγκρότησης εκπαιδευτικής αγοράς με κριτήριο την ίδια την λογική της: πόσο δηλαδή αποτελεσματική είναι στη βελτίωση της παρεχόμενης εκπαίδευσης και την αύξηση της αποτελεσματικότητας του σχολείου με όρους της κυρίαρχης παιδαγωγικής: της τεχνοκρατικής αντίληψης της διδασκαλίας σχετικά με τις επιδόσεις των μαθητών στις σταθμισμένες εθνικές εξετάσεις για το πέρασμα από την μια βαθμίδα στην άλλη ή στα πανεπιστήμια.

Άλλωστε, η ελεύθερη επιλογή σχολείου σε όλες τις χώρες που εφαρμόσθηκε δεν δημιούργησε τους όρους για την ανάπτυξη ποικιλίας στα σχολεία όσον αφορά το αναλυτικό πρόγραμμα, την παιδαγωγική ή την οργάνωση τους (Apple, 2002: 108). Έρευνες από την σκοπιά της αποτελεσματικότητας του σχολείου έχουν δείξει ότι οι επιδόσεις των μαθητών που μετακινήθηκαν από το σχολείο της γειτονιάς τους δεν βελτιώθηκαν θεαματικά (Witte, 2000). Ουσιαστικά, αυτές οι έρευνες επαναφέρουν στη συζήτηση περί αποτελεσματικότητας του σχολείου και της σχέσης σχολικού περιβάλλοντος και κοινωνικής προέλευσης των μαθητών, το απροσδόκητο εύρημα μιας παλιάς έρευνας του Davis (1966) το οποίο είχε αποκληθεί σχηματικά ως “the frog pond effect”: ορισμένοι δηλαδή από τους μαθητές που κατάγονταν από τα λαϊκά στρώματα και ήταν αριστούχοι στα σχολεία της γειτονιάς τους, έχασαν τα πρωτεία στα σχολεία που μετακινήθηκαν.

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την πτώση της αυτοεκτίμησης τους και τη δραματική μείωση της επίδοσης τους. Ουσιαστικά, ακόμη και μετά την αλλαγή του σχολικού περιβάλλοντος το μορφωτικό κεφάλαιο της οικογένειας παρέμεινε ο ισχυρότερος επικαθοριστικός παράγοντας της επίδοσης του μαθητή. Στην περίπτωση μάλιστα που ο μαθητής «μετακόμιζε» σε ένα σχολικό περιβάλλον με υψηλή ακαδημαϊκή κουλτούρα και συμμαθητές προερχόμενους από οικογένειες με μεγάλο μορφωτικό κεφάλαιο, χωρίς να παρεμβάλλονται διαφοροποιημένες μορφωτικές και διδακτικές στρατηγικές και πρακτικές, η επίδοση του αντί να βελτιώνεται, χειροτέρευε.

Η νεοφιλελεύθερη πρακτική της ελεύθερης επιλογής σχολείου έφερε αλλαγές και στον τρόπο με τον οποίο κινούνται τα σχολεία μέσα στην «εκπαιδευτική αγορά». Στο Ηνωμένο Βασίλειο η έκδοση εθνικών πινάκων (leaguetables) με την κατάταξη των σχολείων ανάλογα με την επίδοση των μαθητών τους, προκειμένου να ξέρουν οι γονείς ποια είναι τα καλά σχολεία, επέφερε την πόλωση των σχολείων.

Οι Benn και Chitty (1997: 51) παραθέτουν στοιχεία από περιοχές του Hampshire, του Newcastle, του Rothrman, του Oldham, του Manchester, όπου υπήρξε πόλωση των σχολείων σε «καλά» και «κακά» και ανταγωνισμός των καλών σχολείων με τρόπους όπου το ένα προσπαθούσε να δυσφημίσει το άλλο για να συγκεντρώσει περισσότερους μαθητές και να εξασφαλίσει την επιβίωσή του. Για παράδειγμα τα καλά σχολεία της περιοχής του Yorkshire απέβαλλαν πιο εύκολα μαθητές προκειμένου να κρατήσουν την καλή τους φήμη και την υψηλή τους θέση στους εθνικούς πίνακες επίδοσης. Ή σε άλλη περίπτωση, ένα δυσλεκτικό παιδί ή ένας ανήσυχος μαθητής με προβλήματα διάσπαση προσοχής ή ένας μαθητής με χωρισμένους γονείς και άλλα οικογενειακά προβλήματα, με κενά και άλλες μαθησιακές δυσκολίες, είναι «κακό μαντάτο» για το καλό σχολείο, κηλίδα που ο εκάστοτε διευθυντής θα κοιτάξει να την ξεφορτωθεί με κάθε πρόσφορο μέσο (Vulliamy and Webb, 2000). Αυτό τελικά που συνέβη στην πραγματικότητα, όπως περιγράφεται με συνοπτικό και απτό τρόπο από τον Vulliamy (2000), ήταν ότι η πραγματικότητα διαμορφώθηκε με τέτοιο τρόπο που: «Αντί οι γονείς να επιλέγουν σχολεία, τα σχολεία επέλεγαν γονείς».

2. Επιλογή σχολείου και στρατηγική των κοινωνικών τάξεων.

Οι κοινωνικές τάξεις έχουν αναπτύξει διαφορετικές στρατηγικές στο ζήτημα της πολιτικής της επιλογής σχολείου. Ο Walberg (2007) μελετώντας το σύστημα των vouchers και των ανάδοχων σχολείων (charterschools) στις Η.Π.Α. επισήμανε ότι η επιλογή σχολείου είναι ένα μέτρο που όχι μόνο δεν έχει ενώσει, απεναντίας έχει προκαλέσει διχαστικές τομές στα δύο μεγάλα κόμματα. Για παράδειγμα στο Κόμμα των Ρεπουμπλικάνων, οι νεοφιλελεύθεροι πολιτικοί τάσσονται υπέρ της επιλογής σχολείου σαν το μέτρο εκείνο που υλοποιεί πλήρως την εισαγωγή της λογικής της αγοράς στα σχολεία.

Όμως, απέναντι σε αυτό το μέτρο τα συντηρητικά μεσαία στρώματα που ψηφίζουν το κόμμα των Ρεπουμπλικάνων στέκονται επιφυλακτικά αφού η εφαρμογή του ανοίγει την αίθουσα της σχολικής τάξης του παιδιού τους σε παιδιά Λατίνων και Αφροαμερικανών οι οποίοι θα θελήσουν να επωφεληθούν από αυτό το μέτρο. Από την άλλη πλευρά, στο εσωτερικό του Δημοκρατικού Κόμματος των Η.Π.Α. οι Λατίνοι και Αφροαμερικανοί ψηφοφόροι βλέπουν θετικά το μέτρο που θα τους επιτρέψει να έχουν τα παιδιά τους τη δυνατότητα να φοιτήσουν σε σχολεία καλύτερων περιοχών. Όμως, την ίδια στιγμή στο εσωτερικό του ίδιου κόμματος, τα συνδικάτα των εκπαιδευτικών τάσσονται εναντίον αυτού του μέτρου καθώς απειλεί τις εργασιακές τους σχέσεις.

Η επιλογή σχολείου, όπως δείχνει τόσο η εμπειρία αλλά και οι έρευνες στις χώρες που εφαρμόσθηκε το μέτρο, δεν αφορά τελικά όλες τις κοινωνικές τάξεις. Στην ουσία απευθύνεται κυρίως στα μεσαία στρώματα αφού τα ανώτερα στρώματα απευθύνονται εξ αρχής σε μεγάλα ιδιωτικά σχολεία. Όπως έχει παρατηρήσει και ο Apple(2002: 110) οι αγορές στην εκπαίδευση είναι μια συνισταμένη της προσπάθειας του κεφαλαίου να ιδιωτικοποιήσει μέρος της δημόσιας σφαίρας προκειμένου να βρει νέα πεδία κερδοφορίας. Όμως, αυτή η προσπάθεια βρίσκει σύμμαχους στα μεσαία στρώματα τα οποία παραδοσιακά αρνούνται ή «ξεχνούν» την ταξική τους καταγωγή και την κοινωνική τους προέλευση προσπαθώντας ταυτόχρονα να αλλάξουν τους κανόνες του ανταγωνισμού στην εκπαίδευση λόγω της αυξημένης ανασφάλειας που αισθάνονται για το μέλλον των παιδιών τους.

Το οικονομικό και κοινωνικό κεφάλαιο των μεσαίων στρωμάτων μπορεί αρκετά εύκολα να μετατραπεί σε μορφωτικό στην περίπτωση της λειτουργίας των σχολείων με όρους αγοράς. Οι γονείς από τα μεσαία στρώματα έχουν πιο ευέλικτα ωράρια, διαθέτουν αυτοκίνητα ή μπορούν οικονομικά να συνδράμουν στην περίπτωση μεταφοράς του παιδιού τους με σχολικά λεωφορεία, έχουν κοινωνικό δίκτυο που τους επιτρέπει την άντληση πληροφοριών σχετικά με τα σχολεία και την οικονομική δυνατότητα να ανταπεξέρθουν σε εξωσχολικές δραστηριότητες ενός σχολείου με συχνές εκδρομές, κατασκηνώσεις, πολιτιστικές πρωτοβουλίες κ.λπ. Η συγκέντρωση πολλών παιδιών από τα μεσαία στρώματα σε ένα δημόσιο σχολείο δημιουργεί τις προϋποθέσεις να λειτουργήσει το σχολείο σε αυτό το μοτίβο.

Πέρα όμως από το ζήτημα της ποιότητας της λειτουργίας του σχολείου, η επιλογή σχολείου παίζει και έναν άλλο ρόλο. Σε μια εποχή οικονομικής ύφεσης και επιδείνωσης των εισοδημάτων των μεσαίων στρωμάτων, η πολιτική της επιλογής σχολείου αφενός μεν παρέχει τη δυνατότητα φοίτησης των παιδιών των μεσαίων στρωμάτων σε σχολεία χωρίς μετανάστες ή «ειδικές» κατηγορίες μαθητικού πληθυσμού (ρομά, παιδιά μεταναστών κ.λπ.) και αφετέρου ενδυναμώνει πρακτικά τη νεοφιλελεύθερη ρητορική της μη υποχρέωσης καταβολής φόρων σε αναποτελεσματικά δημόσια σχολεία. Πρόκειται για τη «γεμάτη φοβίες» ή «φοβική» μεσαία τάξη (fearful middle class), όπως την έχουν περιγράψει οι Ball and Vincent (2001), η οποία ελπίζει ότι μέσω της επιλογής σχολείου μπορεί να επιτύχει:
  • τη φοίτηση των παιδιών της σε ένα σχολικό περιβάλλον που θα προσιδιάζει σε μια «φαντασιακή κοινότητα» της πειθαρχίας, της αριστείας, της εθνικής ομοιογένειας που δυστυχώς έχει πια χαθεί.
  • την ταξική απόδραση έστω και με φαντασιακό τρόπο καθώς αν δεν μπορεί να αλλάξει γειτονιά και να πραγματοποιήσει ανοδική κοινωνική κινητικότητα μπορεί τουλάχιστον να στείλει το παιδί του σε ένα καλό σχολείο το οποίο θα αποτελέσει και το όχημα για διαγενεακή ανοδική κοινωνική κινητικότητα.

3. Επιλογή σχολείου: όψεις της ελληνικής πραγματικότητας

Στη χώρα μας, οι μαθητές εγγράφονται στο σχολείο με βάση τη διεύθυνση της κατοικίας τους. Υπάρχει το Π.Δ. 104/79 που στο άρθρο 15 ρυθμίζει τον τρόπο μετεγγραφής σε άλλο σχολείο πέρα από εκείνο στο οποίο πρέπει να εγγραφεί ο μαθητής με βάση την διεύθυνση της κατοικίας του. Έτσι στο άρθρο 15 προβλέπεται ότι προκειμένου να πάρει μεταγραφή ένας/ μια μαθητής/ - τρια πρέπει να πιστοποιεί με επίσημα έγγραφα:

α) Ότι ο μαθητής μετώκησεν εις απόστασιν καθιστώσαν αδύνατον ή εξαιρετικώς δυσχερή την φοίτησιν του εις το εξ ου η μετεγγραφή Γυμνάσιον ή Λύκειον.
β) Ότι η μετεγγραφή επιδιώκεται προς φοίτησιν εις σχολείον ετέρας κατευθύνσεως ή εις τμήμα ετέρας κατευθύνσεως μη υφισταμένης εις το εξ ου η μετεγγραφή σχολείον.

γ) Ότι ο μαθητής ημερησίου Γυμνασίου ή Λυκείου ήρξατο εργαζόμενος προς βιοπορισμόν κατά την ημέραν και ως εκ τούτου έχει ανάγκην μετεγγραφής εις εσπερινόν Γυμνάσιον ή Λύκειον.

δ) Ότι ο μαθητής Εσπερινού Γυμνασίου ή Λυκείου έπαυσεν εργαζόμενος βιοποριστικώς την ημέραν και αιτείται την μετεγγραφήν του εις ημερήσιον Γυμνάσιον ή Λύκειον.

ε) Ότι ο μαθητής απέκτησεν, κατά τας κειμένας διατάξεις, δικαίωμα φοιτήσεως εις Πρότυπον ή Πειραματικόν Σχολείον.

Από τη νομοθεσία λοιπόν βλέπουμε ότι ουσιαστικά δεν επιτρέπεται η επιλογή σχολείου. Από την εμπειρική διερεύνηση του φαινομένου όμως μπορούμε να συμπεράνουμε ότι υπάρχουν τρεις κατά κανόνα στρατηγικές στην επιλογή σχολείου στην ελληνική κοινωνία:

α) όταν οι γονείς δηλώνουν ψευδή διεύθυνση κατοικίας (μέσω των λογαριασμών ΔΕΚΟ κλπ) προκειμένου να εγγραφούν σε σχολείο που γεωγραφικά αντιστοιχεί σε άλλη περιοχή

β) όταν επιλέγουν τα πειραματικά σχολεία (μέσω κλήρωσης) και όπως όλα δείχνουν σύμφωνα με το νέο νομοθετικό πλαίσιο μέσω εισιτήριων εξετάσεων

γ) όταν επιλέγουν ευθέως ιδιωτικό σχολείο είτε αναλόγως του βαλαντίου τους είτε συμμετέχοντας στα προγράμματα υποτροφιών - χορηγιών που τα ιδιωτικά σχολεία προσφέρουν.

Σύμφωνα λοιπόν με την εμπειρία μας, φαίνεται ότι στην ελληνική κοινωνία λειτουργούν και οι τρεις από τους παραπάνω εναλλακτικούς τρόπους είτε μεμονωμένα είτε σε συνδυασμό. Για παράδειγμα ενδημούν αφανείς πρακτικές όπου οι γονείς δηλώνουν διαφορετική διεύθυνση κατοικίας προκειμένου να αποφύγουν το σχολείο της γειτονιάς αν αυτό δεν τους αρέσει. Άλλοι απευθύνονται στα πειραματικά σχολεία, τα οποία μέχρι πρόσφατα επέλεγαν τους μαθητές με κλήρωση, ενώ αναμένεται να εφαρμοστεί στην πράξη ο νέος νόμος που δημιουργεί προϋποθέσεις εισιτηρίων εξετάσεων. Τέλος, υπάρχει και το 7% περίπου του συνολικού μαθητικού πληθυσμού που φοιτά σε ιδιωτικά σχολεία.

Δεδομένης της ανυπαρξίας του μέτρου της επιλογής σχολείου έχει σημασία να εξετάσουμε για ποιο λόγο επιλέγει κάποιος γονιός το ιδιωτικό σχολείο προκειμένου να φοιτήσει εκεί το παιδί του. Η επιλογή αυτή μπορεί ουσιαστικά να αφορά λιγότερο από το 10% του μαθητικού πληθυσμού, ωστόσο η «συμβολική» αξία του πληθυσμού αυτού είναι ιδιαίτερα μεγάλη αφού μέσω των μεγάλων κυρίως ιδιωτικών σχολείων αναπαράγεται μια κρίσιμη κοινωνική κατηγορία η οποία συγκροτεί ένα σημαντικό τμήμα της εγχώριας οικονομικής, πνευματικής και πολιτικής elite.

Επισημαίνουμε ότι για λόγους που συνδέονται με τις ιδιαιτερότητες των μεσαίων στρωμάτων στην Ελλάδα, μας ενδιαφέρουν όχι οι γονείς από τα μεγαλοαστικά στρώματα, αλλά γονείς από τη μεσαία τάξη και κυρίως αυτοί που μένουν σε περιοχές του κέντρου της Αθήνας και προσπαθούν να αποφύγουν την φοίτηση του παιδιού τους στο σχολείο της γειτονιάς τους. Έτσι, σε μικρής κλίμακας έρευνα που επικαιροποιήσαμε [2] στην περιοχή της Κυψέλης και των Πατησίων, σε περιορισμένο δείγμα γονιών που επιλέγουν ιδιωτικά σχολεία προκειμένου να φοιτήσουν τα παιδιά τους, εμφανίζονται με την εξής σειρά οι τρεις κυριότεροι λόγοι επιλογής ιδιωτικού σχολείου:

Οι τρεις πρώτοι λόγοι επιλογής ιδιωτικού σχολείου: %
  • δεν γίνονται απεργίες και καταλήψεις
  • δε φοιτούν αλλοδαποί/παλλινοστούντες μαθητές
  • χρήσιμες γνωριμίες 
Έρευνα: Διερεύνηση των λόγων επιλογής του ιδιωτικού σχολείου με ερωτηματολόγιο.
Δείγμα: 82 γονείς των οποίων τα παιδιά φοιτούν σε ιδιωτικά σχολεία
Περίοδος: 2007
Περιοχή: Κυψέλη, Πατήσια


Στην Ελλάδα ο χώρος της ιδιωτικής εκπαίδευσης δεν μελετηθεί ενδελεχώς. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχουν συστηματικές μελέτες και έρευνες πάνω στα κίνητρα επιλογής του ιδιωτικού σχολείου με αποτέλεσμα τα όσα γνωρίζουμε να προέρχονται από εμπειρικές αναφορές ή από τη συλλογή και την αξιολόγηση στοιχείων, πολλές φορές αντιφατικών και επιστημονικά μη αξιόπιστων, αφού η εικόνα των ιδιωτικών σχολείων ποικίλει και εμφανίζει σημαντικό βαθμό ανομοιογένειας.

Είναι λοιπόν σαφές ότι για το λόγο αυτό δεν θα μπορούσαμε να καταλήξουμε σε ένα «κλειστό κατάλογο» κριτηρίων επιλογής, αφού το φαινόμενο «ιδιωτικά σχολεία» μεταλλάσσεται παράλληλα με μεταβολές στοιχείων, όπως η κοινωνική και ταξική δομή, οι μεταρρυθμίσεις και οι επιμέρους αλλαγές στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής πολιτικής, η οικονομική συγκυρία, οι νοοτροπίες και τα κοινωνικά στερεότυπα, ο βαθμός της οικονομικής ύφεσης.

Στην παρούσα φάση, επιχειρώντας να σταχυολογήσουμε ορισμένους από τους βασικούς λόγους επιλογής του ιδιωτικού σχολείου, θα μπορούσαμε να εστιάσουμε σε κίνητρα όπως «η αίσθηση του ασφαλούς σχολικού περιβάλλοντος», «η φύλαξη πέραν του σχολικού ωραρίου», η «ανάληψη της μετακίνησης προς και από το σχολείο», οι «εξωσχολικές δραστηριότητες» (extra curricular activities) «η εκμάθηση των ξένων γλωσσών», «τα εκπαιδευτικά ταξίδια, οι εκπαιδευτικές ανταλλαγές και τα εκπαιδευτικά προγράμματα», «η έλλειψη αλλοδαπών / παλιννοστούντων μαθητών», η «μη απώλεια ωρών λόγω απεργιών ή καταλήψεων», «η ύπαρξη λογοδοσίας του εκπαιδευτικού προσωπικού προς τη διεύθυνση», «η απαλλαγή από διεκδικήσεις των εκπαιδευτικών (απεργίες, καταλήψεις) οι οποίες εμποδίζουν τη ροή της εκπαιδευτικής διαδικασίας».

Σε αρκετές περιπτώσεις, το ιδιωτικό σχολείο λύνει το πρόβλημα της μετακίνησης, φύλαξης και παραμονής των παιδιών σε ένα προστατευμένο περιβάλλον, κυρίως για τους γονείς που εργάζονται με φορτωμένα ωράρια.

Παρ' όλο που πολλοί μιλούν για το επίπεδο σπουδών των ιδιωτικών σχολείων, οι μαθητές τους ούτε τα φροντιστήρια και τα ιδιαίτερα μαθήματα αποφεύγουν, ούτε οι πρωτιές στα ΑΕΙ ανήκουν σε αυτούς. Στα ολιγάριθμα μεγάλα ιδιωτικά σχολεία, εκτός από τα προαναφερόμενα, παίζουν ρόλο και άλλα κίνητρα τα οποία συνδέονται με παράγοντες όπως η οικογενειακή παράδοση, το περιεκτικό «πολιτισμικό περιβάλλον» του σχολείου, το κεφάλαιο των κοινωνικών και δημόσιων σχέσεων, οι προοπτικές μετά την αποφοίτηση και οι απευθείας σπουδές στο εξωτερικό, ενώ μπορείς να συναντήσεις ακόμα και «νεο-ελιτίστικες» νοοτροπίες που επιδιώκουν τη συμμετοχή σε τέτοιους χώρους για λόγους κοινωνικού γοήτρου. Δεν είναι λίγα άλλωστε τα μεγάλα σχολεία που διαφημίζουν τους αποφοίτους τους, οι οποίοι σήμερα διακρίνονται στην πολιτική, στα γράμματα και την επιχειρηματική ζωή, με στόχο να προσελκύσουν πελάτες.

Συζήτηση

Συμπερασματικά το φαινόμενο της επιλογής σχολείου, εκτός από τα παραδοσιακά υψηλά κοινωνικό - οικονομικά στρώματα τα οποία καταφεύγουν στα ιδιωτικά σχολεία λόγω παράδοσης και οικογενειακής στρατηγικής φαίνεται να μην απασχολεί ιδιαίτερα τους γονείς από τα χαμηλής κοινωνικό οικονομικής προέλευσης στρώματα.

Αυτό συμβαίνει γιατί η προσδοκία μια καλύτερης παιδείας γίνεται αντιληπτή κυρίως μέσα από την παροχή φροντιστηριακής εκπαίδευσης είτε στο επίπεδο των ξένων γλωσσών, είτε στο επίπεδο της προετοιμασίας για τις εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο. Αντίθετα η το ζήτημα της επιλογής ενός ιδιωτικού σχολείου μοιάζει να αποτελεί είτε εξω-πραγματική προσδοκία, είτε «άπιαστο όνειρο» άρα και των εκ των πραγμάτων μη αντικείμενο προβληματισμού και αναζήτησης.

Η εμπειρική διερεύνηση αποδεικνύει επίσης ότι το ζήτημα της επιλογής σχολείου δεν φαίνεται επίσης να απασχολεί σε μεγάλη έκταση τους μαθητές και τις οικογένειες της επαρχίας. Αυτό συμβαίνει είτε γιατί απουσιάζει η πραγματικότητα της σχολικής ιδιωτικής εκπαίδευσης, είτε γιατί τα δημόσια σχολεία δεν αντιμετωπίζουν τόσο σοβαρά προβλήματα όπως τα σχολεία στα αστικά κέντρα (ύπαρξη αλλοδαπών μαθητών, νεανική παραβατικότητα, η μαζικοποίηση της εκπαιδευτικής διαδικασίας μέσα σε απρόσωπα σχολεία «μαμούθ» κ.ο.κ)

Το ζήτημα της επιλογής σχολείου, φαίνεται να απασχολεί κυρίως τις οικογένειες που προέρχονται από μεσαία και ανώτερα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα τα οποία διευθετούν την απαίτηση αυτή είτε με την επιλογή του ιδιωτικού σχολείου, είτε με την επιλογή ενός πειραματικού δημόσιου, είτε ακολουθώντας τη μέθοδο των ψευδών στοιχείων για «μετακόμιση» σε γειτονικά σχολεία.

Κατά κανόνα το ζήτημα του δικαιώματος της επιλογής, φαίνεται να αφορά κυρίως τα στρώματα εκείνα που δυσφορούν με τις πραγματικά αντίξοες συνθήκες των σχολείων των υποβαθμισμένων περιοχών (κυρίως στο κέντρο των μεγάλων αστικών κέντρων ή εκεί που υπάρχει υψηλός βαθμός πολύ-πολιτσμικότητας) και θέλουν πάση θυσία τα παιδιά τους να μη φοιτήσουν εκεί. Ωστόσο υπάρχει και μια άλλη κατηγορία η οποία για δικούς της λόγους αποφεύγει να ταυτίζεται με την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα καλλιεργώντας για τον εαυτό της τη συλλογική φαντασίωση του «ανήκειν» σε μια ανώτερη θέση στην πυραμίδα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Επιπροσθέτως, η κατηγορία αυτή διατηρεί την προσδοκία ανάπτυξης ανοδικής κινητικότητας διαμορφώνοντας απέναντι στην επιλογή σχολείου μια καθαρά ωφελιμιστική και «εργαλειακή» τάση αφού πιστεύει ότι το σχολείο είναι το μόνο μέσο για να σταδιοδρομήσουν τα μέλη της και να υπερβούν τα όρια της κοινωνικής τους προέλευσης και καταγωγής.


Βιβλιογραφικές αναφορές

Abercrombie, N. – Hill, S. – Turner, B. (1991) Λεξικό Κοινωνιολογίας (μτφρ. Α. Κάντας & Σ. Κάντας – επιμ. Π. Τερλεξής). Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη.

Apple, M. (2002) Εκσυγχρονισμός και Συντηρητισμός στην Εκπαίδευση (μτφρ. Μ. Δεληγιάννη). Αθήνα: Μεταίχμιο.

Ball, S. and Vincent, C. (2011) New Class Relations in Education: the Strategies of the “Fearful” Middle Classes. In Demaine, J. (ed.) Sociology of education today. London: Palgrave.

Ball, St. and Youdell, D. (2011) H κρυφή ιδιωτικοποίηση στη δημόσια εκπαίδευση (μτφρ. Β. Παππή – επιμ. Γ. Γρόλλιος). Αθήνα: ΙΠΕΜ – ΔΟΕ.

Bartlett, W. (1993) Quasi-markets and educational reforms. In J. Le Grand and W. Bartlett (eds) Quasi-markets and Social Policy. London: Macmillan.

Benn, C and Chitty, C. (1997) Thirty Years On. London: Penguin Books.

Bourdieu, P (1998) Αντεπίθεση πυρών (μτφρ. Κ. Διαμαντάκου). Αθήνα: Πατάκης.

Chitty, C. (1992) The education system transformed. Chortlon: Baseline books.

Davis, J. (1966) ‘‘The Campus as a Frog Pond: An Application of the Theory of Relative Deprivation to Career Decisions of College Men.’’ American Journal of Sociology 72(1):17-31.

Dixon, K. (2001) Οι ευαγγελιστές της αγοράς (μτφρ. Κ. Διαμαντάκου). Αθήνα: Πατάκης.

Klein, N. (2010) Το Δόγμα του Σοκ (μτφρ. Α. Φιλλιπάτος). Αθήνα: εκδόσεις Λιβάνη.

Levacic (1995) Local Management of Schools: Analysis and Practice. Buckingham: Open University Press.

Thatcher, M. (1993) The Downing Street Years. London: Harper Collins.

Vulliamy, G. (2000) New Labour and school exclusions: excluding sociology or a sociology of exclusions?Professorial Inaugural Lecture (Department of Educational Studies, University of York).

Walberg, H. (2007) School choice. The findings. Washington, D.C.: Cato Institute.

Walford, G. (2001) ‘Does the market ensure quality?’ Westminster Studies in Education. 24, 1: 23-33.

Whitty G., Power, S. and Halpin, D. (1998) Devolution and Choice in Education: The school, the state and the market. Buckingham: Open University Press.

Witte, J. (2000) The market approach to education. An analysis of America’s first voucher program. Princeton University Press.

Zafirovski, M. (2007) Markets. In George Ritzer (ed.) The Blackwell Encyclopedia of Sociology. Oxford: Blackwell Publishing.


[1] (πιο αναλυτικά για το νεοφιλελευθερισμό βλ. Bourdieu, 1998· Dixon, 2001· και μια νεώτερη αποτίμηση των κοινωνικών συνεπειών του στο Klein, 2010)

[2] Βλ. Φωτόπουλος, Ν (2002) «Ιδιωτικά Σχολεία, Επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ή Ιδρύματα με εκπαιδευτικό και πολιτιστικό προσανατολισμό», Aθήνα: Εκπαιδευτική Κοινότητα, τ. σελ.

Πηγή: criticeduc.blogspot.gr

Τρίτη 13 Μαΐου 2014

Τι αγνοούν -ή θέλουν να αγνοούν- οι Αμερικάνοι για την επιτυχία του φινλανδικού μοντέλου


Παρακαλώ κάντε τον κόπο και διαβάστε το παρακάτω άρθρο της Anu Partanen, Φινλανδής δημοσιογράφου που ζει στη Νέα Υόρκη. Το άρθρο συγκρίνει το φιλανδικό και το αμερικάνικο εκπαιδευτικό μοντέλο, το οποίο (Αμερικάνικο) πασχίζουμε εδώ και 2-3 χρόνια να μαϊμουδίσουμε...

Για να σας ανοίξω την όρεξη (μιας και το άρθρο είναι μεγαλούτσικο) αντιγράφω πέντε-έξι φράσεις που μου καρφώθηκαν στο μυαλό, διαβάστε τες και είμαι σίγουρος ότι δε μπορέσετε να αντισταθείτε στον πειρασμό να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο:
  • Η σκανδιναβική χώρα είναι μία εκπαιδευτική υπερδύναμη επειδή εκτιμά περισσότερο την ισότητα παρά την αριστεία.
  • “Α, και δεν υπάρχουν ιδιωτικά σχολεία στη Φινλανδία”
  • “Δεν υπάρχει λέξη για την λογοδοσία στη Φινλανδία”. “Η λογοδοσία είναι αυτό που μένει όταν η ευθύνη έχει αφαιρεθεί” 
εδώ ανατριχιάζω - κυριολεκτικά...
  • στη Φινλανδία όλοι οι καθηγητές και οι διοικούντες έχουν κύρος, αξιοπρεπή μισθό και μεγάλη αίσθηση του καθήκοντος (είναι πολύ υπεύθυνοι)
  • Και ενώ οι αμερικάνοι λατρεύουν να μιλούν για ανταγωνισμό, o Sahlberg τονίζει ότι δεν υπάρχει τίποτα που να κάνει τους φινλανδούς να νιώθουν πιο άβολα από αυτό. Στο βιβλίο του, αναφέρει το απόφθεγμα ενός φινλανδού συγγραφέα του Samuli Paronen: “Οι αληθινοί νικητές δεν διαγωνίζονται”.
  • ο στόχος του μεταρυθμιστικού προγράμματος που η Φινλανδία θεσμοθέτησε, και η οποία κατέληξε σε τόσο μεγάλη επιτυχία σήμερα, δεν ήταν ποτέ η αριστεία. Ήταν η αμεροληψία, η ίση μεταχείριση. 
  • Από το 1980, ο κύριος οδηγός της φινλανδικής εκπαιδευτικής πολιτικής ήταν η ιδέα ότι κάθε παιδί πρέπει να έχει την ίδια ακριβώς ευκαιρία να μάθει, ανεξάρτητα από το οικογενειακό ιστορικό, εισόδημα, ή γεωγραφική προέλευση. Η εκπαίδευση λογιζόταν κυρίως και πάνω απ’ όλα όχι ως ένα τρόπος να παράγει σταρ επιδόσεων, αλλά ως ένα όργανο για να εξισορροπήσει την κοινωνική ανισότητα. 
...κι εδώ είναι που με πιάνουν τα κλάματα μιας και προέρχομαι από σχετικά φτωχή οικογένεια χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, μεγάλωσα στην επαρχία (αγροτικό χωριό 1500 κατοίκων) αλλά παρόλα αυτά το όποιο κουτσουρεμένο ελληνικό δημόσιο σχολείο και οι δάσκαλοι-καθηγητές που το υπηρετούσαν (όχι όλοι εξίσου καλά, οι περισσότεροι όμως...) μου έδωσε τη δυνατότητα να περάσω στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, να μάθω μια ξένη γλώσσα, να κάνω ένα μεταπτυχιακό, να κάνω το όνειρο μου πραγματικότητα και το χόμπι μου δουλειά (είμαι εκ-παιδευτικός), να παλεύω με ένα διδακτορικό σχετικό με τη δουλεία μου, να ονειρεύομαι και και να κάνω σχέδια για το μέλλον (χμ, αυτό εδώ και 1-2 χρόνια έχει αλλάξει, αλλά τέλος πάντων...)

Τα σημερινά παιδιά όμως; Τα παιδιά μου (οι κόρες μου) αλλά και τα "παιδιά μου" (οι μαθητές μου) με τις αλλαγές που συντελούνται δεν υπάρχει ούτε μία στο εκατομμύριο να έχουν αυτή τη δυνατότητα. Δεν μπορούμε να το επιτρέψουμε αυτό... Πρέπει να παλέψουμε για ένα άλλο σχολείο, για το σχολείο που ονειρευόμαστε όπως το είχαμε περιγράψει σε ένα κείμενο που προέκυψε από συζητήσεις κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων του Σεπτέμβρη με τίτλο "ένα άλλο σχολείο είναι εφικτό"...

Ακολουθεί το άρθρο:

Το παρακάτω άρθρο της Anu Partanen, Φινλανδής δημοσιογράφου που ζει στη Νέα Υόρκη, αποτελεί μία σύγκριση του φιλανδικού και του αμερικάνικου εκπαιδευτικού συστήματος. Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της Φινλανδίας έχει εμπνεύσει πολλές χώρες -μεταξύ των οποίων και τη δική μας. Όμως, η μετάβαση σε ένα τέτοιο μοντέλο εκπαίδευσης, όπως επισημαίνεται και στο άρθρο είναι μία πολύ δύσκολη διαδικασία γιατί απαιτεί διαφορετική οργάνωση της κοινωνίας και των αξιών της. Δυστυχώς στην Ελλάδα οι εκπαιδευτικές “μεταρρυθμίσεις” των τελευταίων χρόνων έχουν ως πρότυπο το μοντέλο των Η.Π.Α και όχι της Φιλανδίας.


Η σκανδιναβική χώρα είναι μία εκπαιδευτική υπερδύναμη

επειδή εκτιμά περισσότερο την ισότητα παρά την αριστεία.


Όλοι συμφωνούν πως οι ΗΠΑ πρέπει να βελτιώσουν δραματικά το εκπαιδευτικό τους σύστημα. Αλλά πως; Τελευταία μία από τις πλέον ένθερμες τάσεις της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης εξετάζει τη θεαματική επιτυχία της Φιλανδίας που έχει αναδειχθεί σε εκπαιδευτική υπερδύναμη της Δύσης. Δυστυχώς όμως, όταν αναφερόμαστε στο τι μαθήματα έχουν να μας προσφέρουν τα φιλανδικά σχολεία, η συζήτηση φαίνεται να χάνει το νόημα της.

Η μικρή σκανδιναβική χώρα, ήταν γνωστή -αν ήταν γενικά γνωστή για κάτι- ως η πατρίδα της Nokia, της εταιρεία-κολοσσού της κινητής τηλεφωνίας. Αλλά τελευταία η Φιλανδία έχει τραβήξει το ενδιαφέρον παγκοσμίων ερευνών για την ποιότητα ζωής -το Newsweek την κατέταξε στην πρώτη θέση τον περασμένο χρόνο- και το φινλανδικό εκπαιδευτικό σύστημα λαμβάνει ιδιαίτερο έπαινο, καθώς τα τελευταία χρόνια οι Φινλανδοί μαθητές πετυχαίνουν τα υψηλότερα σκορ στον κόσμο.

Τα φινλανδικά σχολεία χρωστούν τη νεαποκτειθήσα φήμη τους κυρίως σε μία έρευνα: την έρευνα PISA, η οποία διεξάγεται κάθε τρία χρόνια από τον Οργανισμό για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ). Η έρευνα συγκρίνει τις επιδόσεις των 15χρονων σε διαφορετικές χώρες στους τομείς: ανάγνωση, μαθηματικά και επιστήμες. Η Φινλανδία κατατάσσεται στην κορυφή ή κοντά σε αυτήν και στις τρεις κατηγορίες σε κάθε έρευνα από το 2000, πλάι σε χώρες με υπερεπιδόσεις όπως η Νότια Κορέα και η Σιγκαπούρη. Στην πρόσφατη έρευνα του 2009 η Φινλανδία έπεσε ελαφρά με τους μαθητές της Σανγκάης, και της Κίνας να έχουν τα καλύτερα σκορ, αλλά να συνεχίζουν να είναι κοντά στην κορυφή. Καθ’ όλη αυτήν την περίοδο, οι αποδόσεις των αμερικανών στην ίδια έρευνα είναι μέτριες στην καλύτερη των περιπτώσεων.

Συγκρινόμενη με τα στερεότυπα του ανατολικοασιατικού μοντέλου -πολλές ώρες εξοντωτικού διαβάσματος για εξετάσεις και παπαγαλία- η επιτυχία της Φινλανδίας είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα επειδή τα φινλανδικά σχολεία αναθέτουν λιγότερη δουλειά στο σπίτι και απασχολούν τα παιδιά με ένα πιο δημιουργικό τρόπο. Όλο αυτό έχει οδηγήσει ένα συνεχές ρεύμα ξένων εκπροσώπων που ταξιδεύουν στη Φινλανδία για να επισκεφτούν σχολεία και να μιλήσουν με τους εθνικούς ειδικούς της εκπαίδευσης, αλλά και μία συνεχή κάλυψη των παγκοσμίων μέσων ενημέρωσης που εντυπωσιάζονται από το φινλανδικό θαύμα.

Γι’ αυτό το λόγο υπήρχε αρκετό ενδιαφέρον για την πρόσφατη επίσκεψη στις ΗΠΑ ενός εκ των κορυφαίων φινλανδών ειδικών στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, του PasiSahlberg, διευθυντή τουEducation‘s Center for International Mobility (Κέντρων Εκπαίδευσης για την Διεθνή Κινητικότητα) και συγγραφέα του βιβλίουFinnish Lessons: What Can the World Learn from Educational Change in Finland? (μεταφρασμένο και στα ελληνικά: Φινλανδικά Μαθήματα: Τι μπορεί να μάθει ο κόσμος από την εκπαιδευτική αλλαγή στη Φινλανδία) Νωρίτερα αυτό το μήνα, o Sahlberg σταμάτησε στο Dwight School της Νέας Υόρκης για να μιλήσει με εκπαιδευτικούς και μαθητές. Η επίσκεψή του τράβηξε την προσοχή των εθνικών ΜΜΕ και ήταν η αφορμή για πολλή συζήτηση.

Και όμως δεν είναι ξεκάθαρο αν το μήνυμα του Sahlberg έγινε σαφές. Όπως ο ίδιος μου εξήγησε αργότερα,υπάρχουν συγκεκριμένα πράγματα που κανείς στην Αμερική δε θέλει να τα συζητήσει πραγματικά.

***
Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στο Dwight School ένας φωτογράφος των New York Times αγωνίστηκε για μία θέση στο τηλεοπτικό συνεργείο του Dan Rather καθώς ο Sahlberg συμμετείχε σε μία συζήτηση στρογγυλής τραπέζης μετους μαθητές. Το επακόλουθο άρθρο των Times σχετικά με το γεγονός θα εστίαζε στη Φινλανδία ως ένα “ενδιαφέρον μοντέλο σχολικής μεταρρύθμισης”.

Όμως ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα που ο Sahlberg είπε σε αυτήν την επίσκεψη πέρασε πρακτικά απαρατήρητο: “Α, και δεν υπάρχουν ιδιωτικά σχολεία στη Φινλανδία”.

Αυτή η αντίληψη ίσως είναι δύσκολο να κατανοηθεί από έναν Αμερικάνο, αλλά είναι αλήθεια. Μόνο ένας μικρός αριθμός ανεξάρτητων σχολείων υπάρχει στην Φιλανδία και ακόμα και αυτά χρηματοδοτούνται από το δημόσιο. Δεν επιτρέπεται σε κανένα να επιβάλλει δίδακτρα. Δεν υπάρχουν ούτε ιδιωτικά πανεπιστήμια. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως ο καθένας στην Φινλανδία παρακολουθεί ένα δημόσιο σχολείο, είτε μιλάμε για παιδικό σταθμό είτε για διδακτορικό δίπλωμα.

Η ειρωνεία του σχολίου του Sahlberg στην διάρκεια της ομιλίας του στο Dwight School είναι προφανής. Όπως πολλά από τα καλύτερα σχολεία της Αμερικής, το Dwight είναι ένα ιδιωτικό ίδρυμα, στο οποίο η φοίτηση κοστίζει πάνω από $35.000 για τους μαθητές του λυκείου -χωρίς να αναφέρουμε πως το Dwight είναι ένας κερδοσκοπικός οργανισμός, μία καινούρια τάση στις ΗΠΑ. Εν τούτοις κανείς δεν σχολίασε την δήλωση του Sahlberg. Με ξάφνιασε αυτό το γεγονός. Όχι όμως και τον ίδιο τον Sahlberg.

Ο Sahlberg γνωρίζει τι αρέσει στους Αμερικάνους να συζητούν όταν πρόκειται για εκπαίδευση γιατί είναι ο άνθρωπος τους σε αυτόν προστρέχουν σε ό,τι αφορά τη Φινλανδία. Γιος δύο δασκάλων, μεγάλωσε μέσα σε ένα φινλανδικό σχολείο. Σπούδασε μαθηματικά και φυσική σε ένα γυμνάσιο στο Ελσίνκι, δούλεψε σε πολλές θέσεις στο φινλανδικό υπουργείο Παιδείας και πέρασε χρόνια ως ειδικός εκπαίδευσης στον ΟΟΣΑ, την Παγκόσμια Τράπεζα και άλλους διεθνείς οργανισμούς.

Τώρα, μαζί με τα υπόλοιπα καθήκοντα του, ο Sahlberg υποδέχεται περίπου 100 επισκέψεις ξένων εκπαιδευτικών το χρόνο, συμπεριλαμβανομένων πολλών αμερικανών, οι οποίοι θέλουν να μάθουν το μυστικό της φινλανδικής επιτυχίας. Το καινούργιο του βιβλίο είναι εν μέρει μία προσπάθεια να απαντηθούν οι ερωτήσεις που δέχεται συνέχεια.

Σύμφωνα με τη δική του άποψη, οι αμερικάνοι έχουν μόνιμες εμμονές με συγκεκριμένες ερωτήσεις: Πώς μπορείς να ελέγχεις τις επιδόσεις των μαθητών σου αν δεν τους κάνεις τεστ συνεχώς; Πώς μπορείς να βελτιώσεις τη διδασκαλία αν δεν λογοδοτούν οι κακοί δάσκαλοι ή αν δεν υπάρχει χρηματικό κίνητρο (merit pay) για τους καλούς δασκάλους; Πώς ενθαρρύνεις τον ανταγωνισμό και εμπλέκεις τον ιδιωτικό τομέα; Πώς παρέχεις την επιλογή σχολείου;

Οι απαντήσεις που δίνουν οι Φινλανδοί δείχνουν να είναι εντελώς αντίθετες από ό,τι οι Αμερικάνοι μεταρρυθμιστές προσπαθούν να κάνουν.

Κατ’αρχάς, η Φινλανδία δεν έχει καθιερωμένου τύπου τεστ. Η μόνη εξαίρεση είναι το λεγόμενο “National Matriculation Exam”, (Εθνικές Εξετάσεις Εισαγωγής στο Παν/μιο), το οποίο δίνουν όλοι στο τέλος ενός εθελοντικού δευτεροβάθμιου σχολείου, του σχετικά ανάλογου με το αμερικανικό λύκειο.

Αντ’αυτού, οι δάσκαλοι των δημόσιων σχολείων εκπαιδεύονται να αξιολογούν τα παιδιά στις τάξεις τους χρησιμοποιώντας ανεξάρτητα τεστ τα οποία δημιουργούν μόνοι τους. Όλα τα παιδιά παίρνουν έναν έλεγχο (report card) στο τέλος κάθε τριμήνου, αλλά τα δεδομένα σε αυτούς βασίζονται σε ατομική αξιολόγηση από τον κάθε δάσκαλο. Κατά περιόδους, το υπουργείο εκπαίδευσης παρακολουθεί την εθνική πρόοδο κάνοντας δειγματολειπτικά τεστ σε ομάδες μαθητών από πολλά και διαφορετικά σχολεία.

Όσο για την «υπαιτιότητα» των δασκάλων και των διοικούντων o Sahlberg απαντά σηκώνοντας τους ώμους: “Δεν υπάρχει λέξη για την λογοδοσία στη Φινλανδία” είπε αργότερα στο ακροατήριο του Teachers College του Πανεπιστημίου της Columbia. “Η λογοδοσία είναι αυτό που μένει όταν η ευθύνη έχει αφαιρεθεί”.

Για τον Sahlberg αυτό που μετράει είναι ότι στη Φινλανδία όλοι οι καθηγητές και οι διοικούντες έχουν κύρος, αξιοπρεπή μισθό και μεγάλη αίσθηση του καθήκοντος (είναι πολύ υπεύθυνοι). Απαιτείται μεταπτυχιακό για να μπορέσει κάποιος να μπει στο επάγγελμα και τα προγράμματα εκπαίδευσης δασκάλων είναι ανάμεσα στα πιο εκλεκτικά επαγγελματικά σχολεία στη χώρα. Αν ο δάσκαλος είναι κακός, είναι ευθύνη του διευθυντή να το παρατηρήσει και να το αντιμετωπίσει.

Και ενώ οι αμερικάνοι λατρεύουν να μιλούν για ανταγωνισμό, o Sahlberg τονίζει ότι δεν υπάρχει τίποτα που να κάνει τους φινλανδούς να νιώθουν πιο άβολα από αυτό. Στο βιβλίο του, αναφέρει το απόφθεγμα ενός φινλανδού συγγραφέα του Samuli Paronen: “Οι αληθινοί νικητές δεν διαγωνίζονται”. Είναι δύσκολο να σκεφτείς μία πιο μη-αμερικανική ιδέα αλλά όταν μιλάμε για την εκπαίδευση, η επιτυχία των Φινλανδών δείχνει ότι η στάση τους ίσως έχει πλεονεκτήματα. Δεν υπάρχουν λίστες με κορυφαία σχολεία ή δασκάλους. Η κύρια ιδέα που οδηγεί την εκπαίδευση δεν είναι ο ανταγωνισμός μεταξύ εκπαιδευτικών και σχολείων αλλά η συνεργασία.

Τέλος, στη Φινλανδία η επιλογή σχολείου προφανώς δεν είναι προτεραιότητα, όπως δεν είναι και η εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα. Το οποίο μας φέρνει πίσω στη σιωπή μετά το σχόλιο του Sahlberg στο Dwight ότι τέτοια σχολεία δεν υπάρχουν στη Φινλανδία.

“Εδώ στην Αμερική” είπε ο Sahlberg στο Teachers College “οι γονείς μπορούν να διαλέξουν να πάνε τα παιδιά τους σε ιδιωτικά σχολεία. Είναι η ίδια ιδέα με την έννοια της αγοράς που ισχύει, ας πούμε στα μαγαζιά. Τα σχολεία είναι ένα μαγαζί και οι γονείς μπορούν να αγοράσουν οτιδήποτε θέλουν. Και στη Φινλανδία οι γονείς μπορούν επίσης να διαλέξουν. Αλλά οι επιλογές είναι όλες οι ίδιες”.

Εδώ ακριβώς είναι το αληθινά σοκαριστικό. Καθώς ο Sahlberg συνέχισε, το κεντρικό μήνυμα του ξεπρόβαλε είτε κάποιος από το ακροατήριο ήθελε να το ακούσει είτε όχι.

Δεκαετίες πριν, όταν το φινλανδικό σύστημα χρειαζόταν άμεσα μεταρρύθμιση, ο στόχος του προγράμματος που η Φινλανδία θεσμοθέτησε, και η οποία κατέληξε σε τόσο μεγάλη επιτυχία σήμερα, δεν ήταν ποτέ η αριστεία. Ήταν η αμεροληψία, η ίση μεταχείριση.

Από το 1980, ο κύριος οδηγός της φινλανδικής εκπαιδευτικής πολιτικής ήταν η ιδέα ότι κάθε παιδί πρέπει να έχει την ίδια ακριβώς ευκαιρία να μάθει, ανεξάρτητα από το οικογενειακό ιστορικό, εισόδημα, ή γεωγραφική προέλευση. Η εκπαίδευση λογιζόταν κυρίως και πάνω απ’ όλα όχι ως ένα τρόπος να παράγει σταρ επιδόσεων, αλλά ως ένα όργανο για να εξισορροπήσει την κοινωνική ανισότητα.

Κατά τους Φινλαδούς, όπως το περιγράφει ο Sahlberg, αυτό σημαίνει ότι τα σχολεία πρέπει να είναι υγιή, ασφαλή περιβάλλοντα για τα παιδιά. Αυτό ξεκινά με τα βασικά. Η Φινλανδία προσφέρει σε όλους τους μαθητές δωρεάν σχολικά γεύματα, εύκολη πρόσβαση σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ψυχολογική υποστήριξη και εξατομικευμένη καθοδήγηση σε κάθε μαθητή.

Στην πραγματικότητα, μια που η ακαδημαϊκή αριστεία δεν ήταν συγκεκριμένη προτεραιότητα στην φινλανδική λίστα, όταν οι μαθητές τους πέτυχαν τόσο υψηλά σκορ στην έρευνα PISA το 2001, πολλοί Φινλανδοί θεώρησαν ότι τα αποτελέσματα ήταν λάθος. Αλλά τα επακόλουθα τεστ PISA επιβεβαίωσαν ότι η Φινλανδία -σε αντίθεση με πολύ κοντινές στη φιλοσοφία χώρες, όπως η Νορβηγία- παρήγαγε ακαδημαική αριστεία μέσω της συγκεκριμένης πολιτικής γραμμής στόχευσης στην ίση μεταχείριση.

Το ότι αυτό το σημείο αγνοείται πάντα ή μένει στην άκρη στις ΗΠΑ φαίνεται ιδιαίτερα οξύ τώρα, που η οικονομική κρίση και το κίνημα “Occupy Wall Street” (“Καταλάβετε την Wall Street”) έχουν επισημάνει με τόσο έντονο τρόπο τα προβλήματα της ανισότητας στην Αμερική. Το χάσμα ανάμεσα σε αυτούς που μπορούν να διαθέσουν 35.000$ δίδακτρα για κάθε παιδί το χρόνο -ή απλά την τιμή ενός σπιτιού σε μία περιοχή με καλά σχολεία- και του υπόλοιπου “99 τοις εκατό” είναι οδυνηρά απλό να το δεις.

***

O Pasi Sahlberg επισημαίνει ότι το βιβλίο του «Finnish Lessons» δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ένας δες-πώς-το-κάνω-οδηγός για να διορθωθούν τα εκπαιδευτικά συστήματα σε όλες τις χώρες. Κάθε χώρα είναι διαφορετική και όπως πολλοί Αμερικάνοι επισημαίνουν, η Φινλανδία είναι ένα μικρό έθνος με πολύ πιο ομοιογενή πληθυσμό από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Όμως ο Sahlberg δεν πιστεύει ότι το μέγεθος ή η ομοιογένεια πρέπει να δώσουν άλλοθι στην Αμερική να απορρίψει το φινλανδικό παράδειγμα. Η Φινλανδία είναι σχετικά ομοιογενής χώρα -το 2010 μόνο 4,6% των κατοίκων της έχουν γεννηθεί σε άλλη χώρα συγκρινόμενοι με το 12,7% στις ΗΠΑ. Αλλά ο αριθμός των γεννημένων σε ξένη χώρα κατοίκων διπλασιάστηκε την δεκαετία μέχρι το 2010 και η χώρα δεν έχασε τις αρχές της στην εκπαίδευση. Οι μετανάστες τείνουν να συγκεντρώνονται σε συγκεκριμένες περιοχές, κάνοντας τον πληθυσμό ορισμένων σχολείων πιο μεικτό από άλλα, εξακολουθεί να μην υπάρχει ιδιαίτερη διακύμανση ανάμεσα στα φινλανδικά σχολεία στην έρευνα PISA την ίδια περίοδο.

Ο Samuel Abrams, επισκέπτης καθηγητής στο Teachers College του πανεπιστημίου του Columbia, έχει ασχοληθεί με την επίδραση του μεγέθους και της ομοιογένειας στην εκπαιδευτική επίδοση ενός έθνους συγκρίνοντας τη Φινλανδία με μία άλλη σκανδιναβική χώρα: τη Νορβηγία. Όπως και η Φινλανδία, η Νορβηγία είναι μικρή και χωρίς ιδιαίτερη διαφοροποίηση γενικά, αλλά έχει μία προσέγγιση στην εκπαίδευση η οποία είναι περισσότερο αμερικανική παρά φινλανδική. Το αποτέλεσμα; Μέτρια απόδοση στην έρευνα PISA. Η εκπαιδευτική πολιτική, ισχυρίζεται ο Abrams, είναι μάλλον πιο σημαντική για την επιτυχία του σχολικού συστήματος από το μέγεθος της χώρας και την εθνική σύστασή της.

Πράγματι, ο πληθυσμός της Φινλανδίας (5,4 εκατομμύρια) μπορεί να συγκριθεί με μία αμερικανική πολιτεία -έτσι κι αλλιώς το μεγαλύτερο ποσοστό της αμερικανικής εκπαίδευσης καθορίζεται σε πολιτειακό επίπεδο. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Μεταναστευτικής Πολιτικής, έναν ερευνητικό οργανισμό στην Ουάσιγκτον, το 2010 υπήρχαν 18 πολιτείες με ίδιο ή σημαντικά μικρότερο ποσοστό μεταναστών από τη Φινλανδία.

Ακόμα, παρά τις πολλές διαφορές τους, η Φινλανδία και οι ΗΠΑ έχουν έναν κοινό εκπαιδευτικό στόχο. Όταν οι φινλανδοί αξιωματούχοι αποφάσισαν να μεταρρυθμίσουν το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας τους τη δεκαετία του 1970, το έκαναν επειδή συνειδητοποίησαν ότι για να γίνουν ανταγωνιστικοί δε μπορούσαν να βασιστούν στη βιομηχανία ή στους λιγοστούς φυσικούς πόρους. Αντ’ αυτού έπρεπε να επενδύσουν σε μία γνωσιοκεντρική οικονομία.

Με τα βιομηχανικά κέντρα της Αμερικής τώρα σε παρακμή, ο στόχος της εκπαιδευτικής πολιτικής των ΗΠΑ -όπως έγινε σαφές από τον ίδιο τον πρόεδρο Ομπάμα- είναι να διατηρηθεί η αμερικανική ανταγωνιστικότητα κάνοντας το ίδιο πράγμα. Η εμπειρία της Φινλανδίας δείχνει ότι για να κερδίσει σε αυτό το παιχνίδι μία χώρα πρέπει να προετοιμάσει καλά, όχι μόνο ένα μέρος ένα μέρος του πληθυσμού της, αλλά όλον τον πληθυσμό της για τη νέα οικονομία. Το να κατέχεις κάποια από τα καλύτερα σχολεία του κόσμου ίσως δεν είναι και αυτό αρκετό αν υπάρχουν παιδιά που μένουν πίσω.

Είναι αυτός ένας αδύνατος στόχος; Ο Sahlberg λέει ότι ενώ το βιβλίο του δεν αποτελεί εγχειρίδιο χρήσης, σκοπεύει να είναι ένα “φυλλάδιο ελπίδας”.

“Όταν ο πρόεδρος Κένεντι έκανε την έκκληση του για αναβάθμιση της αμερικανικής επιστήμης και τεχνολογίας στέλνοντας έναν άνθρωπο στο φεγγάρι το τέλος της δεκαετίας του ’60, πολλοί είπαν ότι δε μπορεί να γίνει” είπε ο Sahlberg κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στη Νέα Υόρκη. “Αλλά είχε ένα όνειρο. Όπως ακριβώς ο Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ κάποια χρόνια πριν είχε ένα όνειρο. Αυτά τα όνειρα έγιναν πραγματικότητα. Το όνειρο της Φινλανδίας ήταν ότι θέλαμε να έχουμε ένα καλό εκπαιδευτικό σύστημα για κάθε παιδί ανεξάρτητα από το που πήγαινε σχολείο ή από το τι οικογένεια προερχόταν. Και πολλοί ακόμα και στη Φινλανδία έλεγαν ότι κάτι τέτοιο δε μπορεί να γίνει”.

Προφανώς, πολλοί έκαναν λάθος. Είναι δυνατό να δημιουργήσεις ισότητα. Και ίσως ακόμα πιο σημαντικό -ως πρόκληση στον αμερικάνικο τρόπο σκέψης σχετικά με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση- η εμπειρία της Φινλανδίας δείχνει ότι είναι δυνατό να πετύχεις αριστεία με το να εστιάσεις όχι στον ανταγωνισμό αλλά στη συνεργασία, όχι στην επιλογή αλλά στην ίση μεταχείριση.

Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η εκπαίδευση στην Αμερική δεν είναι η εθνική ποικιλομορφία του πληθυσμού της αλλά η οικονομική ανισότητα της κοινωνίας και αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα που η φινλανδική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση αντιμετώπισε. Περισσότερη ίση μεταχείριση εντός συνόρων ίσως είναι αυτό ακριβώς που η Αμερική χρειάζεται για να είναι πιο ανταγωνιστική στο εξωτερικό.

Το άρθρο αποτελεί μετάφραση του “What Americans keep ignoring about Finland’s school success” της Anu Partanen

 αντιγραφή από το http://giaenadiaforetikosxoleio.wordpress.com