Παρακαλώ κάντε τον κόπο και διαβάστε το παρακάτω άρθρο της Anu Partanen, Φινλανδής δημοσιογράφου που ζει στη Νέα Υόρκη. Το άρθρο συγκρίνει το φιλανδικό και το αμερικάνικο εκπαιδευτικό μοντέλο, το οποίο (Αμερικάνικο) πασχίζουμε εδώ και 2-3 χρόνια να μαϊμουδίσουμε...
Για να σας ανοίξω την όρεξη (μιας και το άρθρο είναι μεγαλούτσικο) αντιγράφω πέντε-έξι φράσεις που μου καρφώθηκαν στο μυαλό, διαβάστε τες και είμαι σίγουρος ότι δε μπορέσετε να αντισταθείτε στον πειρασμό να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο:
Το παρακάτω άρθρο της Anu Partanen, Φινλανδής δημοσιογράφου που ζει στη Νέα Υόρκη, αποτελεί μία σύγκριση του φιλανδικού και του αμερικάνικου εκπαιδευτικού συστήματος. Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της Φινλανδίας έχει εμπνεύσει πολλές χώρες -μεταξύ των οποίων και τη δική μας. Όμως, η μετάβαση σε ένα τέτοιο μοντέλο εκπαίδευσης, όπως επισημαίνεται και στο άρθρο είναι μία πολύ δύσκολη διαδικασία γιατί απαιτεί διαφορετική οργάνωση της κοινωνίας και των αξιών της. Δυστυχώς στην Ελλάδα οι εκπαιδευτικές “μεταρρυθμίσεις” των τελευταίων χρόνων έχουν ως πρότυπο το μοντέλο των Η.Π.Α και όχι της Φιλανδίας.
Η σκανδιναβική χώρα είναι μία εκπαιδευτική υπερδύναμη
επειδή εκτιμά περισσότερο την ισότητα παρά την αριστεία.
Όλοι συμφωνούν πως οι ΗΠΑ πρέπει να βελτιώσουν δραματικά το εκπαιδευτικό τους σύστημα. Αλλά πως; Τελευταία μία από τις πλέον ένθερμες τάσεις της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης εξετάζει τη θεαματική επιτυχία της Φιλανδίας που έχει αναδειχθεί σε εκπαιδευτική υπερδύναμη της Δύσης. Δυστυχώς όμως, όταν αναφερόμαστε στο τι μαθήματα έχουν να μας προσφέρουν τα φιλανδικά σχολεία, η συζήτηση φαίνεται να χάνει το νόημα της.
Η μικρή σκανδιναβική χώρα, ήταν γνωστή -αν ήταν γενικά γνωστή για κάτι- ως η πατρίδα της Nokia, της εταιρεία-κολοσσού της κινητής τηλεφωνίας. Αλλά τελευταία η Φιλανδία έχει τραβήξει το ενδιαφέρον παγκοσμίων ερευνών για την ποιότητα ζωής -το Newsweek την κατέταξε στην πρώτη θέση τον περασμένο χρόνο- και το φινλανδικό εκπαιδευτικό σύστημα λαμβάνει ιδιαίτερο έπαινο, καθώς τα τελευταία χρόνια οι Φινλανδοί μαθητές πετυχαίνουν τα υψηλότερα σκορ στον κόσμο.
Τα φινλανδικά σχολεία χρωστούν τη νεαποκτειθήσα φήμη τους κυρίως σε μία έρευνα: την
έρευνα PISA, η οποία διεξάγεται κάθε τρία χρόνια από τον Οργανισμό για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ). Η έρευνα συγκρίνει τις επιδόσεις των 15χρονων σε διαφορετικές χώρες στους τομείς: ανάγνωση, μαθηματικά και επιστήμες. Η Φινλανδία κατατάσσεται στην κορυφή ή κοντά σε αυτήν και στις τρεις κατηγορίες σε κάθε έρευνα από το 2000, πλάι σε χώρες με υπερεπιδόσεις όπως η Νότια Κορέα και η Σιγκαπούρη. Στην πρόσφατη έρευνα του 2009 η Φινλανδία έπεσε ελαφρά με τους μαθητές της Σανγκάης, και της Κίνας να έχουν τα καλύτερα σκορ, αλλά να συνεχίζουν να είναι κοντά στην κορυφή. Καθ’ όλη αυτήν την περίοδο, οι αποδόσεις των αμερικανών στην ίδια έρευνα είναι μέτριες στην καλύτερη των περιπτώσεων.
Συγκρινόμενη με τα στερεότυπα του ανατολικοασιατικού μοντέλου -πολλές ώρες εξοντωτικού διαβάσματος για εξετάσεις και παπαγαλία- η επιτυχία της Φινλανδίας είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα επειδή τα φινλανδικά σχολεία αναθέτουν λιγότερη δουλειά στο σπίτι και απασχολούν τα παιδιά με ένα πιο δημιουργικό τρόπο. Όλο αυτό έχει οδηγήσει ένα συνεχές ρεύμα ξένων εκπροσώπων που ταξιδεύουν στη Φινλανδία για να επισκεφτούν σχολεία και να μιλήσουν με τους εθνικούς ειδικούς της εκπαίδευσης, αλλά και μία συνεχή κάλυψη των παγκοσμίων μέσων ενημέρωσης που εντυπωσιάζονται από το φινλανδικό θαύμα.
Γι’ αυτό το λόγο υπήρχε αρκετό ενδιαφέρον για την πρόσφατη επίσκεψη στις ΗΠΑ ενός εκ των κορυφαίων φινλανδών ειδικών στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, του PasiSahlberg, διευθυντή τουEducation‘s Center for International Mobility (Κέντρων Εκπαίδευσης για την Διεθνή Κινητικότητα) και συγγραφέα του βιβλίουFinnish Lessons: What Can the World Learn from Educational Change in Finland? (μεταφρασμένο και στα ελληνικά:
Φινλανδικά Μαθήματα: Τι μπορεί να μάθει ο κόσμος από την εκπαιδευτική αλλαγή στη Φινλανδία) Νωρίτερα αυτό το μήνα, o Sahlberg σταμάτησε στο Dwight School της Νέας Υόρκης για να μιλήσει με εκπαιδευτικούς και μαθητές. Η επίσκεψή του τράβηξε την προσοχή των εθνικών ΜΜΕ και ήταν η αφορμή για πολλή συζήτηση.
Και όμως δεν είναι ξεκάθαρο αν το μήνυμα του Sahlberg έγινε σαφές. Όπως ο ίδιος μου εξήγησε αργότερα,υπάρχουν συγκεκριμένα πράγματα που κανείς στην Αμερική δε θέλει να τα συζητήσει πραγματικά.
***
Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στο Dwight School ένας φωτογράφος των New York Times αγωνίστηκε για μία θέση στο τηλεοπτικό συνεργείο του Dan Rather καθώς ο Sahlberg συμμετείχε σε μία συζήτηση στρογγυλής τραπέζης μετους μαθητές. Το επακόλουθο
άρθρο των Times σχετικά με το γεγονός θα εστίαζε στη Φινλανδία ως ένα “ενδιαφέρον μοντέλο σχολικής μεταρρύθμισης”.
Όμως ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα που ο Sahlberg είπε σε αυτήν την επίσκεψη πέρασε πρακτικά απαρατήρητο: “Α, και δεν υπάρχουν ιδιωτικά σχολεία στη Φινλανδία”.
Αυτή η αντίληψη ίσως είναι δύσκολο να κατανοηθεί από έναν Αμερικάνο, αλλά είναι αλήθεια. Μόνο ένας μικρός αριθμός ανεξάρτητων σχολείων υπάρχει στην Φιλανδία και ακόμα και αυτά χρηματοδοτούνται από το δημόσιο. Δεν επιτρέπεται σε κανένα να επιβάλλει δίδακτρα. Δεν υπάρχουν ούτε ιδιωτικά πανεπιστήμια. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως ο καθένας στην Φινλανδία παρακολουθεί ένα δημόσιο σχολείο, είτε μιλάμε για παιδικό σταθμό είτε για διδακτορικό δίπλωμα.
Η ειρωνεία του σχολίου του Sahlberg στην διάρκεια της ομιλίας του στο Dwight School είναι προφανής. Όπως πολλά από τα καλύτερα σχολεία της Αμερικής, το Dwight είναι ένα ιδιωτικό ίδρυμα, στο οποίο η φοίτηση κοστίζει πάνω από $35.000 για τους μαθητές του λυκείου -χωρίς να αναφέρουμε πως το Dwight είναι ένας κερδοσκοπικός οργανισμός, μία καινούρια τάση στις ΗΠΑ. Εν τούτοις κανείς δεν σχολίασε την δήλωση του Sahlberg. Με ξάφνιασε αυτό το γεγονός. Όχι όμως και τον ίδιο τον Sahlberg.
Ο Sahlberg γνωρίζει τι αρέσει στους Αμερικάνους να συζητούν όταν πρόκειται για εκπαίδευση γιατί είναι ο άνθρωπος τους σε αυτόν προστρέχουν σε ό,τι αφορά τη Φινλανδία. Γιος δύο δασκάλων, μεγάλωσε μέσα σε ένα φινλανδικό σχολείο. Σπούδασε μαθηματικά και φυσική σε ένα γυμνάσιο στο Ελσίνκι, δούλεψε σε πολλές θέσεις στο φινλανδικό υπουργείο Παιδείας και πέρασε χρόνια ως ειδικός εκπαίδευσης στον ΟΟΣΑ, την Παγκόσμια Τράπεζα και άλλους διεθνείς οργανισμούς.
Τώρα, μαζί με τα υπόλοιπα καθήκοντα του, ο Sahlberg υποδέχεται περίπου 100 επισκέψεις ξένων εκπαιδευτικών το χρόνο, συμπεριλαμβανομένων πολλών αμερικανών, οι οποίοι θέλουν να μάθουν το μυστικό της φινλανδικής επιτυχίας. Το καινούργιο του βιβλίο είναι εν μέρει μία προσπάθεια να απαντηθούν οι ερωτήσεις που δέχεται συνέχεια.
Σύμφωνα με τη δική του άποψη, οι αμερικάνοι έχουν μόνιμες εμμονές με συγκεκριμένες ερωτήσεις: Πώς μπορείς να ελέγχεις τις επιδόσεις των μαθητών σου αν δεν τους κάνεις τεστ συνεχώς; Πώς μπορείς να βελτιώσεις τη διδασκαλία αν δεν λογοδοτούν οι κακοί δάσκαλοι ή αν δεν υπάρχει χρηματικό κίνητρο (merit pay) για τους καλούς δασκάλους; Πώς ενθαρρύνεις τον ανταγωνισμό και εμπλέκεις τον ιδιωτικό τομέα; Πώς παρέχεις την επιλογή σχολείου;
Οι απαντήσεις που δίνουν οι Φινλανδοί δείχνουν να είναι εντελώς αντίθετες από ό,τι οι Αμερικάνοι μεταρρυθμιστές προσπαθούν να κάνουν.
Κατ’αρχάς, η Φινλανδία δεν έχει καθιερωμένου τύπου τεστ. Η μόνη εξαίρεση είναι το λεγόμενο “National Matriculation Exam”, (Εθνικές Εξετάσεις Εισαγωγής στο Παν/μιο), το οποίο δίνουν όλοι στο τέλος ενός εθελοντικού δευτεροβάθμιου σχολείου, του σχετικά ανάλογου με το αμερικανικό λύκειο.
Αντ’αυτού, οι δάσκαλοι των δημόσιων σχολείων εκπαιδεύονται να αξιολογούν τα παιδιά στις τάξεις τους χρησιμοποιώντας ανεξάρτητα τεστ τα οποία δημιουργούν μόνοι τους. Όλα τα παιδιά παίρνουν έναν έλεγχο (report card) στο τέλος κάθε τριμήνου, αλλά τα δεδομένα σε αυτούς βασίζονται σε ατομική αξιολόγηση από τον κάθε δάσκαλο. Κατά περιόδους, το υπουργείο εκπαίδευσης παρακολουθεί την εθνική πρόοδο κάνοντας δειγματολειπτικά τεστ σε ομάδες μαθητών από πολλά και διαφορετικά σχολεία.
Όσο για την «υπαιτιότητα» των δασκάλων και των διοικούντων o Sahlberg απαντά σηκώνοντας τους ώμους: “Δεν υπάρχει λέξη για την λογοδοσία στη Φινλανδία” είπε αργότερα στο ακροατήριο του Teachers College του Πανεπιστημίου της Columbia. “Η λογοδοσία είναι αυτό που μένει όταν η ευθύνη έχει αφαιρεθεί”.
Για τον Sahlberg αυτό που μετράει είναι ότι στη Φινλανδία όλοι οι καθηγητές και οι διοικούντες έχουν κύρος, αξιοπρεπή μισθό και μεγάλη αίσθηση του καθήκοντος (είναι πολύ υπεύθυνοι). Απαιτείται μεταπτυχιακό για να μπορέσει κάποιος να μπει στο επάγγελμα και τα προγράμματα εκπαίδευσης δασκάλων είναι ανάμεσα στα πιο εκλεκτικά επαγγελματικά σχολεία στη χώρα. Αν ο δάσκαλος είναι κακός, είναι ευθύνη του διευθυντή να το παρατηρήσει και να το αντιμετωπίσει.
Και ενώ οι αμερικάνοι λατρεύουν να μιλούν για ανταγωνισμό, o Sahlberg τονίζει ότι δεν υπάρχει τίποτα που να κάνει τους φινλανδούς να νιώθουν πιο άβολα από αυτό. Στο βιβλίο του, αναφέρει το απόφθεγμα ενός φινλανδού συγγραφέα του Samuli Paronen: “Οι αληθινοί νικητές δεν διαγωνίζονται”. Είναι δύσκολο να σκεφτείς μία πιο μη-αμερικανική ιδέα αλλά όταν μιλάμε για την εκπαίδευση, η επιτυχία των Φινλανδών δείχνει ότι η στάση τους ίσως έχει πλεονεκτήματα. Δεν υπάρχουν λίστες με κορυφαία σχολεία ή δασκάλους. Η κύρια ιδέα που οδηγεί την εκπαίδευση δεν είναι ο ανταγωνισμός μεταξύ εκπαιδευτικών και σχολείων αλλά η συνεργασία.
Τέλος, στη Φινλανδία η επιλογή σχολείου προφανώς δεν είναι προτεραιότητα, όπως δεν είναι και η εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα. Το οποίο μας φέρνει πίσω στη σιωπή μετά το σχόλιο του Sahlberg στο Dwight ότι τέτοια σχολεία δεν υπάρχουν στη Φινλανδία.
“Εδώ στην Αμερική” είπε ο Sahlberg στο Teachers College “οι γονείς μπορούν να διαλέξουν να πάνε τα παιδιά τους σε ιδιωτικά σχολεία. Είναι η ίδια ιδέα με την έννοια της αγοράς που ισχύει, ας πούμε στα μαγαζιά. Τα σχολεία είναι ένα μαγαζί και οι γονείς μπορούν να αγοράσουν οτιδήποτε θέλουν. Και στη Φινλανδία οι γονείς μπορούν επίσης να διαλέξουν. Αλλά οι επιλογές είναι όλες οι ίδιες”.
Εδώ ακριβώς είναι το αληθινά σοκαριστικό. Καθώς ο Sahlberg συνέχισε, το κεντρικό μήνυμα του ξεπρόβαλε είτε κάποιος από το ακροατήριο ήθελε να το ακούσει είτε όχι.
Δεκαετίες πριν, όταν το φινλανδικό σύστημα χρειαζόταν άμεσα μεταρρύθμιση, ο στόχος του προγράμματος που η Φινλανδία θεσμοθέτησε, και η οποία κατέληξε σε τόσο μεγάλη επιτυχία σήμερα, δεν ήταν ποτέ η αριστεία. Ήταν η αμεροληψία, η ίση μεταχείριση.
Από το 1980, ο κύριος οδηγός της φινλανδικής εκπαιδευτικής πολιτικής ήταν η ιδέα ότι κάθε παιδί πρέπει να έχει την ίδια ακριβώς ευκαιρία να μάθει, ανεξάρτητα από το οικογενειακό ιστορικό, εισόδημα, ή γεωγραφική προέλευση. Η εκπαίδευση λογιζόταν κυρίως και πάνω απ’ όλα όχι ως ένα τρόπος να παράγει σταρ επιδόσεων, αλλά ως ένα όργανο για να εξισορροπήσει την κοινωνική ανισότητα.
Κατά τους Φινλαδούς, όπως το περιγράφει ο Sahlberg, αυτό σημαίνει ότι τα σχολεία πρέπει να είναι υγιή, ασφαλή περιβάλλοντα για τα παιδιά. Αυτό ξεκινά με τα βασικά. Η Φινλανδία προσφέρει σε όλους τους μαθητές δωρεάν σχολικά γεύματα, εύκολη πρόσβαση σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ψυχολογική υποστήριξη και εξατομικευμένη καθοδήγηση σε κάθε μαθητή.
Στην πραγματικότητα, μια που η ακαδημαϊκή αριστεία δεν ήταν συγκεκριμένη προτεραιότητα στην φινλανδική λίστα, όταν οι μαθητές τους πέτυχαν τόσο υψηλά σκορ στην έρευνα PISA το 2001, πολλοί Φινλανδοί θεώρησαν ότι τα αποτελέσματα ήταν λάθος. Αλλά τα επακόλουθα τεστ PISA επιβεβαίωσαν ότι η Φινλανδία -σε αντίθεση με πολύ κοντινές στη φιλοσοφία χώρες, όπως η Νορβηγία- παρήγαγε ακαδημαική αριστεία μέσω της συγκεκριμένης πολιτικής γραμμής στόχευσης στην ίση μεταχείριση.
Το ότι αυτό το σημείο αγνοείται πάντα ή μένει στην άκρη στις ΗΠΑ φαίνεται ιδιαίτερα οξύ τώρα, που η οικονομική κρίση και το κίνημα “Occupy Wall Street” (“Καταλάβετε την Wall Street”) έχουν επισημάνει με τόσο έντονο τρόπο τα προβλήματα της ανισότητας στην Αμερική. Το χάσμα ανάμεσα σε αυτούς που μπορούν να διαθέσουν 35.000$ δίδακτρα για κάθε παιδί το χρόνο -ή απλά την τιμή ενός σπιτιού σε μία περιοχή με καλά σχολεία- και του υπόλοιπου “99 τοις εκατό” είναι οδυνηρά απλό να το δεις.
***
O Pasi Sahlberg επισημαίνει ότι το βιβλίο του «Finnish Lessons» δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ένας δες-πώς-το-κάνω-οδηγός για να διορθωθούν τα εκπαιδευτικά συστήματα σε όλες τις χώρες. Κάθε χώρα είναι διαφορετική και όπως πολλοί Αμερικάνοι επισημαίνουν, η Φινλανδία είναι ένα μικρό έθνος με πολύ πιο ομοιογενή πληθυσμό από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Όμως ο Sahlberg δεν πιστεύει ότι το μέγεθος ή η ομοιογένεια πρέπει να δώσουν άλλοθι στην Αμερική να απορρίψει το φινλανδικό παράδειγμα. Η Φινλανδία είναι σχετικά ομοιογενής χώρα -το 2010
μόνο 4,6% των κατοίκων της έχουν γεννηθεί σε άλλη χώρα συγκρινόμενοι με το 12,7% στις ΗΠΑ. Αλλά ο αριθμός των γεννημένων σε ξένη χώρα κατοίκων διπλασιάστηκε την δεκαετία μέχρι το 2010 και η χώρα δεν έχασε τις αρχές της στην εκπαίδευση. Οι μετανάστες τείνουν να συγκεντρώνονται σε συγκεκριμένες περιοχές, κάνοντας τον πληθυσμό ορισμένων σχολείων πιο μεικτό από άλλα, εξακολουθεί να μην υπάρχει ιδιαίτερη διακύμανση ανάμεσα στα φινλανδικά σχολεία στην έρευνα PISA την ίδια περίοδο.
Ο Samuel Abrams, επισκέπτης καθηγητής στο Teachers College του πανεπιστημίου του Columbia,
έχει ασχοληθεί με την επίδραση του μεγέθους και της ομοιογένειας στην εκπαιδευτική επίδοση ενός έθνους συγκρίνοντας τη Φινλανδία με μία άλλη σκανδιναβική χώρα: τη Νορβηγία. Όπως και η Φινλανδία, η Νορβηγία είναι μικρή και χωρίς ιδιαίτερη διαφοροποίηση γενικά, αλλά έχει μία προσέγγιση στην εκπαίδευση η οποία είναι περισσότερο αμερικανική παρά φινλανδική. Το αποτέλεσμα; Μέτρια απόδοση στην έρευνα PISA. Η εκπαιδευτική πολιτική, ισχυρίζεται ο Abrams, είναι μάλλον πιο σημαντική για την επιτυχία του σχολικού συστήματος από το μέγεθος της χώρας και την εθνική σύστασή της.
Πράγματι, ο πληθυσμός της Φινλανδίας (5,4 εκατομμύρια) μπορεί να συγκριθεί με μία αμερικανική πολιτεία -έτσι κι αλλιώς το μεγαλύτερο ποσοστό της αμερικανικής εκπαίδευσης καθορίζεται σε πολιτειακό επίπεδο. Σύμφωνα με το
Ινστιτούτο Μεταναστευτικής Πολιτικής, έναν ερευνητικό οργανισμό στην Ουάσιγκτον, το 2010 υπήρχαν 18 πολιτείες με ίδιο ή σημαντικά μικρότερο ποσοστό μεταναστών από τη Φινλανδία.
Ακόμα, παρά τις πολλές διαφορές τους, η Φινλανδία και οι ΗΠΑ έχουν έναν κοινό εκπαιδευτικό στόχο. Όταν οι φινλανδοί αξιωματούχοι αποφάσισαν να μεταρρυθμίσουν το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας τους τη δεκαετία του 1970, το έκαναν επειδή συνειδητοποίησαν ότι για να γίνουν ανταγωνιστικοί δε μπορούσαν να βασιστούν στη βιομηχανία ή στους λιγοστούς φυσικούς πόρους. Αντ’ αυτού έπρεπε να επενδύσουν σε μία γνωσιοκεντρική οικονομία.
Με τα βιομηχανικά κέντρα της Αμερικής τώρα σε παρακμή, ο στόχος της εκπαιδευτικής πολιτικής των ΗΠΑ -όπως έγινε σαφές από τον
ίδιο τον πρόεδρο Ομπάμα- είναι να διατηρηθεί η αμερικανική ανταγωνιστικότητα κάνοντας το ίδιο πράγμα. Η εμπειρία της Φινλανδίας δείχνει ότι για να κερδίσει σε αυτό το παιχνίδι μία χώρα πρέπει να προετοιμάσει καλά, όχι μόνο ένα μέρος ένα μέρος του πληθυσμού της, αλλά όλον τον πληθυσμό της για τη νέα οικονομία. Το να κατέχεις κάποια από τα καλύτερα σχολεία του κόσμου ίσως δεν είναι και αυτό αρκετό αν υπάρχουν παιδιά που μένουν πίσω.
Είναι αυτός ένας αδύνατος στόχος; Ο Sahlberg λέει ότι ενώ το βιβλίο του δεν αποτελεί εγχειρίδιο χρήσης, σκοπεύει να είναι ένα “φυλλάδιο ελπίδας”.
“Όταν ο πρόεδρος Κένεντι έκανε την έκκληση του για αναβάθμιση της αμερικανικής επιστήμης και τεχνολογίας στέλνοντας έναν άνθρωπο στο φεγγάρι το τέλος της δεκαετίας του ’60, πολλοί είπαν ότι δε μπορεί να γίνει” είπε ο Sahlberg κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στη Νέα Υόρκη. “Αλλά είχε ένα όνειρο. Όπως ακριβώς ο Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ κάποια χρόνια πριν είχε ένα όνειρο. Αυτά τα όνειρα έγιναν πραγματικότητα. Το όνειρο της Φινλανδίας ήταν ότι θέλαμε να έχουμε ένα καλό εκπαιδευτικό σύστημα για κάθε παιδί ανεξάρτητα από το που πήγαινε σχολείο ή από το τι οικογένεια προερχόταν. Και πολλοί ακόμα και στη Φινλανδία έλεγαν ότι κάτι τέτοιο δε μπορεί να γίνει”.
Προφανώς, πολλοί έκαναν λάθος. Είναι δυνατό να δημιουργήσεις ισότητα. Και ίσως ακόμα πιο σημαντικό -ως πρόκληση στον αμερικάνικο τρόπο σκέψης σχετικά με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση- η εμπειρία της Φινλανδίας δείχνει ότι είναι δυνατό να πετύχεις αριστεία με το να εστιάσεις όχι στον ανταγωνισμό αλλά στη συνεργασία, όχι στην επιλογή αλλά στην ίση μεταχείριση.
Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η εκπαίδευση στην Αμερική δεν είναι η εθνική ποικιλομορφία του πληθυσμού της αλλά η οικονομική ανισότητα της κοινωνίας και αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα που η φινλανδική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση αντιμετώπισε. Περισσότερη ίση μεταχείριση εντός συνόρων ίσως είναι αυτό ακριβώς που η Αμερική χρειάζεται για να είναι πιο ανταγωνιστική στο εξωτερικό.
Το άρθρο αποτελεί μετάφραση του “What Americans keep ignoring about Finland’s school success” της Anu Partanen